Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δε+γίνεται

  • 81 тонуть

    тону, тонешь, μτχ. ενστ. тонущий
    ρ.δ.
    1. βυθίζομαι• βουλιάζω•

    железо -нет в воде το σίδερο βυθίζεται στο νερό•

    дерево не -нет в воде το ξύλο δε βυθίζεται στο νερό.

    || πνίγομαι•

    тонуть в море, в реке πνίγομαι στη θάλασσα, στο ποτάμι.

    2. βουλιάζω•

    тонуть в грязи βουλιάζω στη λάσπη.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    тонуть в темноте χάνομαι στο σκοτάδι.

    εκφρ.
    тонуть в крови – α) πνίγομαι στο αίμα (είμαι αιμόφυρτος ή καταστέλλω με αιματοχυσία), β) γίνεται αιματοχυσία, αιματοκύλισμα.

    Большой русско-греческий словарь > тонуть

  • 82 тончать

    -ает
    ρ.δ. λεπτύνομαι•

    лёд тончатьает ο πάγος γίνεται λεπτός.

    Большой русско-греческий словарь > тончать

  • 83 топка

    θ.
    1. άναμμα, καύση, κάψιμο.
    2. θέρμανση, ζέσταμα.
    3. το μέρος της θερμάστρας που γίνεται η καύση.

    Большой русско-греческий словарь > топка

  • 84 тревога

    θ.
    1. φόβος, ανησυχία, ταραχή, άγχος• αδημονία•

    тревога за будущее ανησυχία για το μέλλον•

    маму охватила какая-то тревога τη μάνα την κυρίευσε κάποιος φόβος.

    || θόρυβος, ταραχή, φασαρία•

    что за тревога на улице? τι φασαρία γίνεται έξω;

    2. συναγερμός•

    сигналтревогаи σύνθημα συναγερμού•

    ударить -у σημαίνω συναγερμό•

    отбой -и παύση του συναγερμού•

    в случае -и σε περίπτωση συναγερμού.

    εκφρ.
    бить -у – κρούω τον κώδωνα του κινδύνου (επισημαίνω επερχόμενο κακό ή κακές συνέπειες).

    Большой русско-греческий словарь > тревога

  • 85 трещать

    -щу, щишь
    ρ.δ.
    1. τρίζω•

    лд -ит ο πάγος τρίζει•

    трещать сильно (ή всё время) τριζοβολώ, τριζοκοπώ, τριζομανώ.

    || χτυπώ δυνατά, ξεκουφαίνω•

    будильник -ит το ξυπνητήρι ξεκουφαίνει•

    барабаны -ат τα τύμπανα ξεκουφαίνουν.

    || (για πτηνά, έντομα)• τερετίζω, τιτιβίζω• βουίζω δυνατά.
    2. μτφ. μιλώ ακατάπαυστα, αρχίζω τη λίμα. || φλυαρώ, γλωσσοκο-πανώ, λογοκοπώ.
    3. έχω δυνατό πονοκέφαλο.
    4. μτφ. είμαι ετοιμόρροπος, κοντεύω να διαλυθώ, τρίζω.
    εκφρ.
    карман -ит – η τσέπη αδειάζει, γίνεται, πανί με πανί.

    Большой русско-греческий словарь > трещать

  • 86 убить

    ρ.σ.μ.
    1. σκοτώνω, φονεύω• θανατώνω• χτυπώ•

    его -ли на дороге τον σκότωσαν στο δρόμο•

    охотник -ил два зайца ο κυνηγός χτύπησε δυο λαγούς•

    убить из ружья σκοτώνω με το όπλο.

    2. μτφ. αφανίζω, καταστρέφω• εξουθενώνω• διαλύω•

    убить творческую силу καταστρέφω τη δημιουργική δύναμη•

    убить надежды σκοτώνω (διαλύω) τις ελπίδες.

    || μαραζώνω•

    убить торговлю μαραζώνω το εμπόριο•

    она убита пустой жизнью αυτή μαράζωσε από την άχαρη ζωή.

    || καταθλίβω, καταλυπώ, καταστενοχωρώ•

    печалыгье известие -ло е η θλιβερή είδηση την πλήγωσε κατάκαρδα.

    3. καταναλώνω, ξοδεύω, δαπανώ• χαλώ•

    убить много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•

    время σκοτώνω τον καιρό.

    4. νικώ (για παιγνιόχαρτα).
    5. (απλ.) χτυπώ•

    он в больнице, лошадь его -ла αυτός είναι στο νοσοκομείο, τον κλώτσησε το άλογο•

    убить руку, ногу χτυπώ το χέρι, το πόδι.

    εκφρ.
    - убить двух зайцев – με μια τουφεκιά (μ ένα σπάρο) δυο τρυγόνια• (δυο επιτυχίες ταυτόχρονες)• (хоть) убей σκότωσε με (είναι αδύνατο, απραγματοποίητο, δε γίνεται).
    ρ.σ.μ.
    1. καρφώνω.
    2. ταρατσώνω, πιτακώνω, χτυπώ, κάνω κάτι συμπαγές.

    Большой русско-греческий словарь > убить

  • 87 усваивать

    ρ.δ.
    βλ. усвоить.
    1. συνηθίζω, εξοικειώνομαι• μου γίνεται συνήθεια.
    2. (κυρκξ. κ. μτφ.) αφομοιώνομαι, χωνεύω•

    пища -ется η τροφή αφομοιώνεται•

    тема -ется το θέμα αφομοιώνεται.

    Большой русско-греческий словарь > усваивать

  • 88 фанера

    θ.
    1. το κόντρα-πλακέ.
    2. λεπτό φύλλο ξύλου (από το οποίο γίνεται το κόντρα—πλακέ).

    Большой русско-греческий словарь > фанера

  • 89 холоднеть

    -еет
    ρ.δ. (απρόσ.) κρυώνω, ψυχραίνω, γίνομαι κρύος, ψυχρός (για καιρό)•

    на улице -еет έξω ο καιρός γίνεται ψυχρός.

    Большой русско-греческий словарь > холоднеть

  • 90 явствовать

    -ствует
    ρ.δ.
    (γραπ. λόγος)γίνομαι φανερός, φαίνομαι προκύπτω, συνάγομαι• βγαίνω συμπεραίνομαι•

    из дела -ствует следующее από την υπόθεση γίνεται φανερό το εξής.

    Большой русско-греческий словарь > явствовать

См. также в других словарях:

  • γίνεται — γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύκος ἐν αἰτίᾳ γίνεται κἂν φέρῃ κἂν μὴ φέρῃ. — См. Ел ли, не ел, а за обед почтут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔνθα πολλοὶ πτύουσι, πυλὸς ἐκεῖ γίνεται… — См. По капельке море, по зернышку ворох …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὸ καλὸν ὀψιτέλεστον γίνεται. — См. Скоро хорошо не родится …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γίνεθ' — γίνεται , γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 3rd sg (ionic) γίνετο , γίγνομαι come into a new state of being imperf ind mp 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίνετ' — γίνεται , γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 3rd sg (ionic) γίνετο , γίγνομαι come into a new state of being imperf ind mp 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»