-
81 тонуть
тону, тонешь, μτχ. ενστ. тонущийρ.δ.1. βυθίζομαι• βουλιάζω•железо -нет в воде το σίδερο βυθίζεται στο νερό•
дерево не -нет в воде το ξύλο δε βυθίζεται στο νερό.
|| πνίγομαι•тонуть в море, в реке πνίγομαι στη θάλασσα, στο ποτάμι.
2. βουλιάζω•тонуть в грязи βουλιάζω στη λάσπη.
|| χάνομαι, εξαφανίζομαι•тонуть в темноте χάνομαι στο σκοτάδι.
εκφρ.тонуть в крови – α) πνίγομαι στο αίμα (είμαι αιμόφυρτος ή καταστέλλω με αιματοχυσία), β) γίνεται αιματοχυσία, αιματοκύλισμα. -
82 тончать
-аетρ.δ. λεπτύνομαι•лёд тончатьает ο πάγος γίνεται λεπτός.
-
83 топка
-и θ.1. άναμμα, καύση, κάψιμο.2. θέρμανση, ζέσταμα.3. το μέρος της θερμάστρας που γίνεται η καύση. -
84 тревога
-и θ.1. φόβος, ανησυχία, ταραχή, άγχος• αδημονία•тревога за будущее ανησυχία για το μέλλον•
маму охватила какая-то тревога τη μάνα την κυρίευσε κάποιος φόβος.
|| θόρυβος, ταραχή, φασαρία•что за тревога на улице? τι φασαρία γίνεται έξω;
2. συναγερμός•сигналтревогаи σύνθημα συναγερμού•
ударить -у σημαίνω συναγερμό•
отбой -и παύση του συναγερμού•
в случае -и σε περίπτωση συναγερμού.
εκφρ.бить -у – κρούω τον κώδωνα του κινδύνου (επισημαίνω επερχόμενο κακό ή κακές συνέπειες). -
85 трещать
-щу, щишьρ.δ.1. τρίζω•лд -ит ο πάγος τρίζει•
трещать сильно (ή всё время) τριζοβολώ, τριζοκοπώ, τριζομανώ.
|| χτυπώ δυνατά, ξεκουφαίνω•будильник -ит το ξυπνητήρι ξεκουφαίνει•
барабаны -ат τα τύμπανα ξεκουφαίνουν.
|| (για πτηνά, έντομα)• τερετίζω, τιτιβίζω• βουίζω δυνατά.2. μτφ. μιλώ ακατάπαυστα, αρχίζω τη λίμα. || φλυαρώ, γλωσσοκο-πανώ, λογοκοπώ.3. έχω δυνατό πονοκέφαλο.4. μτφ. είμαι ετοιμόρροπος, κοντεύω να διαλυθώ, τρίζω.εκφρ.карман -ит – η τσέπη αδειάζει, γίνεται, πανί με πανί. -
86 убить
убить 1ρ.σ.μ.1. σκοτώνω, φονεύω• θανατώνω• χτυπώ•его -ли на дороге τον σκότωσαν στο δρόμο•
охотник -ил два зайца ο κυνηγός χτύπησε δυο λαγούς•
убить из ружья σκοτώνω με το όπλο.
2. μτφ. αφανίζω, καταστρέφω• εξουθενώνω• διαλύω•убить творческую силу καταστρέφω τη δημιουργική δύναμη•
убить надежды σκοτώνω (διαλύω) τις ελπίδες.
|| μαραζώνω•убить торговлю μαραζώνω το εμπόριο•
она убита пустой жизнью αυτή μαράζωσε από την άχαρη ζωή.
|| καταθλίβω, καταλυπώ, καταστενοχωρώ•печалыгье известие -ло е η θλιβερή είδηση την πλήγωσε κατάκαρδα.
3. καταναλώνω, ξοδεύω, δαπανώ• χαλώ•убить много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•
время σκοτώνω τον καιρό.
4. νικώ (για παιγνιόχαρτα).5. (απλ.) χτυπώ•он в больнице, лошадь его -ла αυτός είναι στο νοσοκομείο, τον κλώτσησε το άλογο•
убить руку, ногу χτυπώ το χέρι, το πόδι.
εκφρ.- убить двух зайцев – με μια τουφεκιά (μ ένα σπάρο) δυο τρυγόνια• (δυο επιτυχίες ταυτόχρονες)• (хоть) убей σκότωσε με (είναι αδύνατο, απραγματοποίητο, δε γίνεται).убить 2ρ.σ.μ.1. καρφώνω.2. ταρατσώνω, πιτακώνω, χτυπώ, κάνω κάτι συμπαγές. -
87 усваивать
ρ.δ.βλ. усвоить.1. συνηθίζω, εξοικειώνομαι• μου γίνεται συνήθεια.2. (κυρκξ. κ. μτφ.) αφομοιώνομαι, χωνεύω•пища -ется η τροφή αφομοιώνεται•
тема -ется το θέμα αφομοιώνεται.
-
88 фанера
-ы θ.1. το κόντρα-πλακέ.2. λεπτό φύλλο ξύλου (από το οποίο γίνεται το κόντρα—πλακέ). -
89 холоднеть
-еетρ.δ. (απρόσ.) κρυώνω, ψυχραίνω, γίνομαι κρύος, ψυχρός (για καιρό)•на улице -еет έξω ο καιρός γίνεται ψυχρός.
-
90 явствовать
-ствуетρ.δ.(γραπ. λόγος)γίνομαι φανερός, φαίνομαι προκύπτω, συνάγομαι• βγαίνω συμπεραίνομαι•из дела -ствует следующее από την υπόθεση γίνεται φανερό το εξής.
См. также в других словарях:
γίνεται — γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύκος ἐν αἰτίᾳ γίνεται κἂν φέρῃ κἂν μὴ φέρῃ. — См. Ел ли, не ел, а за обед почтут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἔνθα πολλοὶ πτύουσι, πυλὸς ἐκεῖ γίνεται… — См. По капельке море, по зернышку ворох … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ καλὸν ὀψιτέλεστον γίνεται. — См. Скоро хорошо не родится … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γίνεθ' — γίνεται , γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 3rd sg (ionic) γίνετο , γίγνομαι come into a new state of being imperf ind mp 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίνετ' — γίνεται , γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 3rd sg (ionic) γίνετο , γίγνομαι come into a new state of being imperf ind mp 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek