Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

δε+γίνεται

  • 61 именно

    επίρ.
    1. συγκεκριμένα, για την ακρίβεια, ονομαστικά• δηλαδή•

    для этого требуются три вещи, а -: уменье, терпение и деньги γι αυτό χρειάζονται τρία πράγματα, συγκεκριμένα: ικανότητα, υπομονή και χρήματα•

    вот -! να ακριβώς! (ό,τι χρειάζεται)•

    -об этом идет речь ακριβώς γι αυτό γίνεται, λόγος•

    кто -? ποιος ακριβώς;•

    сколько -? πόσο ακριβώς;

    2. ναι, έτσι, πραγματικά.

    Большой русско-греческий словарь > именно

  • 62 иначе

    επίρ.
    αλλιώς, αλλιώτικα, διαφορετικά, κατ άλλον τρόπο•

    надо жить иначе πρέπει να ζούμε διαφορετικά.

    || ειδεμή, ειδ άλλως, εν εναντία περιπτώσει, διαφορετικά.
    εκφρ.
    так или иначе – έτσι είτε αλλιώς•
    не иначе – απαραίτητα, οπωσδήποτε,διαφορετικά δε γίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > иначе

  • 63 летучий

    -ая, -ее
    επ., βρ: -туч, -а, -е.
    1. ιπτάμενος, πετάμενος. || ικανός για πτήση. || γρήγορος• ασταθής, μη μόνιμος.
    2. μτφ. φευγαλέος, παροδικός, διαβατικός, περαστικός, πρόσκαιρος.
    3. πεταχτός, γρήγορος, που γίνεται στα πεταχτά, στα γρήγορα (για συνέλευση, συλλαλητήριο κ.τ.τ.).
    4. πτητικός•

    -ие эфирные масла πτητικά αιθέρια έλαια.

    εκφρ.
    - ая мышь – α) νυχτερίδα, β) φορητή λάμπα πετρελαίου•
    - ая почта – προσωρινό ταχυδρομείο (άμεσων αναγκών)•
    - ая рыба – εξώκοιτος (ψάρι).

    Большой русско-греческий словарь > летучий

  • 64 лысый

    επ., βρ: лыс, лыса, лысо φαλακρός, καραφλός. || μτφ. (για τόπο) άδεντρος, αποψιλωμένος, γυμνός•

    лысый холм γυμνόλοφος.

    εκφρ.
    чёрта ή беса -ого – τίποτε απολύτως (δε γίνεται, δε φυτρώνει κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > лысый

  • 65 оказать

    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) βλέπω. || παλ. δείχνω•

    оказать мужество δείχνω αντρεία.

    2. (με μερικά ουσ. σχηματίζει συνδυασμούς με τη σημ. του ουσ..ως ρήμα)•

    оказать влияние επιδρώ•

    оказать помощь βοηθώ•

    оказать доверие εμπιστεύομαι•

    оказать предпочтение προτιμώ•

    оказать сопротивление αντιστέκομαι•

    оказать услугу εξυπηρετώ•

    оказать неуважение δείχνω ασέβεια•

    оказать уважение σέβομαι, δείχνω σεβασμό•

    оказать внимание προσέχω•

    оказать радушный прим υποδέχομαι εγκάρδια•

    оказать давление πιέζω, ασκώ πίεση•

    оказать поддержку υποστηρίζω•

    оказать гостеприимство φιλοζενώ•

    оказать содействие συμβάλλω.

    1. παλ. εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι.
    2. βρίσκομαι, υπάρχω•

    никого не -лось дома κανένας δεν υπήρχε στο σπίτι.

    || περιπίπτω, πέφτω•

    он -лся в незнакомом месте αυτός περιέπεσε σε άγνωστο μέρος•

    он -лся в затруднении αυτός περιήλθε σε δυσχερή θέση•

    оказать в опасности βρίσκομαι σε κίνδυνο•

    оказать без работы μένω χωρίς δουλειά.

    3. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι. || δείχνομαι, φαίνομαι. || απρόσ. γίνεται γνωστό, σαφές, φανερό, φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > оказать

  • 66 осточертеть

    -его, -ешь
    ρ.σ.
    μου γίνεται φόρτωμα, ενοχλητικός• βαριέμαι, αντιπαθώ•δε χωνεύω σιχαίνομαι•

    это мне -ло αυτό το σιχάθηκα.

    Большой русско-греческий словарь > осточертеть

  • 67 очаг

    α.
    1. εστία, τζάκι, γωνιά. || μτφ. οικογένεια• οίκος, σπίτι πατρικό.
    (τεχ.) εστία (μέρος όπου γίνεται η καύση).
    2. μτφ. κέντρο, πηγή•

    очаг заразы εστία μόλυνσης•

    войны εστία πολέμου.

    Большой русско-греческий словарь > очаг

  • 68 перемолоть

    -мелю, -мелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перемолотый, βρ: -лот, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αλέθω• τρίβω (όλο, πολύ)•

    перемолоть всё кофе αλέθω όλον τον καφέ.

    2. ξαναλέθω ξανατρίβω.
    (για όλο, πολύ)• αλέθομαι, τρίβομαι,.,
    εκφρ.
    - ется мука будетπαρμ. σιγά-σιγά θα περάσουν όλα σι,γά-σι,γά γίνεται, η αγουρίδα μέλι.

    Большой русско-греческий словарь > перемолоть

  • 69 помин

    α. (παλ. κ. απλ.) ανάμνηση• η μνεία:
    εκφρ.
    и -а (помину) нет – α) ούτε λόγος (κουβέντα, μνεία) δεν έγινε, β) ούτε λόγος να γίνεται•
    и в -е нет – ούτε σημάδι (δείγμα) (που να θυμίζει κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > помин

  • 70 практиковать

    -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. практикованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.
    1. εφαρμόζω στην πράξη.
    2. παλ.
    επαγγέλλομαι, ασκώ το επάγγελμα.
    1. εφαρμόζομαι, χρησιμοποιούμαι, γίνομαι• συνηθίζομαι•

    это средство -ется до сих пор αυτό το μέσο χρησιμοποιείται ως τώρα•

    это часто -ется αυτό συνηθίζεται, γίνεται συχνά.

    2. (εξ)ασκούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > практиковать

  • 71 привязать

    -вяжу, вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δένω, προσδένω•

    привязать леску к удочке δένω την πετονιά στο αγκίστρι•

    привязать собаку к забору δένω το σκυλί στον περίβολο.

    2. μτφ. καρφώνω, κρατώ ακίνητο•

    болезнь -ла его к постоли η άρρωστεια τον κάρφωσε στο κρεβάτι.

    3. εμπνέω αφοσίωση.
    4. συσχετίζω, βάζω σε αντιστοιχία αντισταθμίζω.
    1. δένομαι, προσδένομαι.
    2. μτφ. αφοσιώνομαι.
    3. κολλώ, ενοχλώ, γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι, βδέλλα). || κολλώ, επιδιώκω καβγά. || παρακολουθώ καταπόδι. || συνηθίζω, μου γίνεται συνήθεια.
    4. συσχετίζομαι, παραθέτομαι• αντισταθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > привязать

  • 72 псоветь

    -еет
    ρ.δ. (για κουτάβι) μεγαλώνει, γίνεται σκύλος.

    Большой русско-греческий словарь > псоветь

  • 73 разговаривать

    ρ.δ.
    1. συνομιλώ, κουβεντιάζω• μιλώ•

    разговаривать по-русски μιλώ ρωσικά.• со-сди -ли до поздней ночи οι γείτονες κουβέντιαζαν ως αργά τη νύχτα•

    работай, некогда разговаривать δούλευε, δεν είναι καιρός για κουβέντα•

    с ним никто не -ет μ αυτόν κανένας δε μιλά•

    мы -ем о музыке, о литературе, об исскустве μιλούμε για τη μουσική, τα Γράμματα, την Τέχνη•

    разговаривать с самим собою μονολογώ, μιλώ με τον εαυτό μου•

    не стоит и разговаривать δεν αξίζει να γίνεται κουβέντα•

    не -ете с таким тоном μη μιλάτε με τέτοιο τόνο•

    довольно -! φτάνει το κουβεντολόι!

    2. βλ. разговорить.

    Большой русско-греческий словарь > разговаривать

  • 74 разговор

    α.
    1. συνομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη• διάλογος• συζήτηση•

    длинный μακρά συνομιλία•

    короткий разговор βραχεία (σύντομη) συνομιλία•

    прервать разговор κόβω (σταματώ) την κουβέντα•

    переменить разговор αλλάζω την κουβέντα• γυρίζω (στρέφω) αλλού την κουβέντα ή τη συζήτηση•

    вести разговор συνομιλώ, κουβεντιάζω•

    вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•

    разговор между адвокатом и доктором διάλογος μεταξύ δικηγόρου και γιατρού•

    возобновить επαναλαβαινω τη συνομιλία•

    телефонный разговор τηλεφωνική συνδιάλεξη.

    2. πλθ. -ры παλ. βλ. разговорник.
    εκφρ.
    без -ов – χωρίς κουβέντες (να μη χάνομε καιρό)•
    и -а (разговору) нет ή не может быть – α) ούτε συζήτηση (κουβέντα) δε γίνεται ή δε χωράει καμιά συζήτηση. β) συμφωνώ απόλυτα.

    Большой русско-греческий словарь > разговор

  • 75 разорвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. разорвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разорванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξεσχίζω, κατασχίζω, καταξεσχίζω•

    разорвать бумагу καταξεσχίζω το χαρτί•

    разорвать письмо καταξεσχίζω το γράμμα,

    μτφ. σπάζω• κόβω•

    разорвать цепи σπάζω τις αλυσίδες•

    разорвать окобы σπάζω τα δεσμά.

    || διαταράσσω•

    лай -ал тишину το γαύγισμα διατάραξετην ησυχία.

    || κατασπαράσσω•

    волк -ал обцу ο λύκος κατασπάραξε την προβατίνα.

    2. ανατινάζω•

    разорвать мост ανατινάζω τη γέφυρα.

    3. μτφ. διακόπτω, κόβω•

    разорвать дипломатические отношения διακόπτω τις διπλωματικές σχέσεις•

    разорвать связь κόβω τη σύνδεση ή το δεσμό.

    || μτφ. ακυρώνω•
    договор ξεσχίζω (κουρελιάζω) τη συμφωνία.
    4. κατακομματιάζω.
    εκφρ.
    чтоб тебя -ло ή разорвало – να σκάσεις• να πάθεις κακό• από το θεό να το βρεις.
    1. ξεσχίζομαι, κατασχίζομαι.
    2. σκάζω, εκρήγνομαι•

    снаряд разорватьлся около него το βλήμα έσκασε κοντά του.

    3. μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι (για σχέσεις, δεσμό κ.τ.τ.).
    4. μτφ. προσπαθώ πάρα πολύ, βάζω όλα τα δυνατά.
    5. κατακομματιάζομαι.
    εκφρ.
    хоть -йсь! – ό,τι και να κάνεις αυτό δε γίνεται (λόγω επείγουσας, σοβαρής απασχόλησης).

    Большой русско-греческий словарь > разорвать

  • 76 светать

    -ает
    ρ.δ.
    1. (απρόσ.) φέγγω, ξημερώνω•

    начинает светать αρχίζει να φέγγει.

    2. γίνομαι πιο φωτεινός•

    день -ает η μέρα γίνεται πιο φωτεινή.

    Большой русско-греческий словарь > светать

  • 77 соборовать

    -рую, -руешь ρ.δ. κ. σ. (εκκλσ.) κάνω ευχέλαιο.
    δέχομαι, μου γίνεται ευχέλαιο.

    Большой русско-греческий словарь > соборовать

  • 78 тихо

    1. επίρ. σιγανά, ήσυχα, ήρεμα κλπ. επ.
    2. ως κατηγ. είναι, γίνεται ησυχία, ηρεμία• γαλήνη•

    стало, выступающий продолжал.... έγινε ησυχία, ο ομιλητής συνέχισε....• на душе тихо ψυχικά (εσωτερικά) έχω γαλήνη•

    ветер перестал, стало тихо ο άνεμος σταμάτησε, έγινε ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > тихо

  • 79 тонуть

    тону, тонешь, μτχ. ενστ. тонущий
    ρ.δ.
    1. βυθίζομαι• βουλιάζω•

    железо -нет в воде το σίδερο βυθίζεται στο νερό•

    дерево не -нет в воде το ξύλο δε βυθίζεται στο νερό.

    || πνίγομαι•

    тонуть в море, в реке πνίγομαι στη θάλασσα, στο ποτάμι.

    2. βουλιάζω•

    тонуть в грязи βουλιάζω στη λάσπη.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    тонуть в темноте χάνομαι στο σκοτάδι.

    εκφρ.
    тонуть в крови – α) πνίγομαι στο αίμα (είμαι αιμόφυρτος ή καταστέλλω με αιματοχυσία), β) γίνεται αιματοχυσία, αιματοκύλισμα.

    Большой русско-греческий словарь > тонуть

  • 80 тончать

    -ает
    ρ.δ. λεπτύνομαι•

    лёд тончатьает ο πάγος γίνεται λεπτός.

    Большой русско-греческий словарь > тончать

См. также в других словарях:

  • γίνεται — γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύκος ἐν αἰτίᾳ γίνεται κἂν φέρῃ κἂν μὴ φέρῃ. — См. Ел ли, не ел, а за обед почтут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔνθα πολλοὶ πτύουσι, πυλὸς ἐκεῖ γίνεται… — См. По капельке море, по зернышку ворох …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὸ καλὸν ὀψιτέλεστον γίνεται. — См. Скоро хорошо не родится …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γίνεθ' — γίνεται , γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 3rd sg (ionic) γίνετο , γίγνομαι come into a new state of being imperf ind mp 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίνετ' — γίνεται , γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 3rd sg (ionic) γίνετο , γίγνομαι come into a new state of being imperf ind mp 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»