-
1 δεύτερο(ν)
1. (τό) вторая часть (чего-л.);τό ένα δεύτερο(ν) τού πληθυσμού — одни вторая, половина населения;
§ τό δεύτερο(ν) — или εκ δευτέρου — вторично, второй раз; — заново;
2. επίρρ. во-вторых -
2 δεύτερο(ν)
1. (τό) вторая часть (чего-л.);τό ένα δεύτερο(ν) τού πληθυσμού — одни вторая, половина населения;
§ τό δεύτερο(ν) — или εκ δευτέρου — вторично, второй раз; — заново;
2. επίρρ. во-вторых -
3 δεύτερο
seconde -
4 δευτερό-σχετος
δευτερό-σχετος = δευτεροῠχος, Sp.
-
5 δευτερό-φωνος
δευτερό-φωνος, ἠχώ, zum zweiten, nachtönend, Nonn. D. 2, 119.
-
6 δευτερό-ζυγος
δευτερό-ζυγος, von der 2. Conjugation, Gramm.
-
7 δευτερό-κλιτος
δευτερό-κλιτος, von der 2. Deklination, Gramm.
-
8 δευτερο-στάτης
δευτερο-στάτης, ὁ, der als der Zweite, im zweiten Gliede steht, Themist. or. 13 p. 175 b.
-
9 δευτερο-τυχεῖν
δευτερο-τυχεῖν, f. v. l. Xen. Cyr. 2, 2, 3.
-
10 δευτερο-τόκος
δευτερο-τόκος, zum zweiten Male gebärend, Arist. H. A. 5, 14; δευτερότοκος, zum zweiten Male geboren, Sp.
-
11 δευτερο-ταγής
δευτερο-ταγής, ές, an die zweire Stelle gestellt, Nicom. Arithm. 1, 13.
-
12 δευτερο υργός
δευτερο υργός, 1) den zweiten Platz einnehmend, κινήσεις σωμάτων Plat. Legg. X, 897 a; dah. = untergeordnet, τέχνη, = βαναυσική, Poll. 7, 6. – 2) der Kleider wieder aufkratzt u. reinigt, Poll. 7, 77.
-
13 δευτερο υργής
δευτερο υργής, χλαῖνα, wieder aufgekratzt, Poll. 7, 77.
-
14 δευτερο-νόμιον
δευτερο-νόμιον, τό, das zweite Gesetz, Titel des fünften Buchs Mosis, LXX.
-
15 δευτερο-βόλος
δευτερο-βόλος, der die Zähne zum zweitenmale wechselt, Poll. 1, 182.
-
16 δευτερο-γενής
δευτερο-γενής, ές, zum zweiten, später entstehend, Antig. Caryst. 118.
-
17 δευτερο-γαμέω
δευτερο-γαμέω, zum zweitenmale heirathen, Poll. 4, 41.
-
18 δευτερο-γαμία
δευτερο-γαμία, ἡ, die zweite Heirath, Sp.
-
19 δευτερο-κοιτέω
δευτερο-κοιτέω, mit Einem zusammen, selbander liegen, schlafen, bei Ath. XIII, 584 b.
-
20 δευτερο-γάμος
δευτερο-γάμος, zum zweitenmale heirathend, Sp.
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek