Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

δεύτερος

  • 1 второй

    αριθ. τακτ.
    1. δεύτερος•

    второй год δεύτερος χρόνος•

    второй муж δεύτερος σύζυγος.

    || μουσ. δεύτερος•

    второй голос δεύτερη φωνή•

    -ая скрипка δεύτερο βιολί.

    2. παρόμοιος του πρώτου•

    -ая родина δεύτερη πατρίδα.

    3. ουσ. ουδ. -о6 εντράδα, δεύτερο φαγητό.
    4. -ое, επίρ. δεύτερο.
    5. ουσ. θ. -ая το ένα δεύτερο.
    εκφρ.
    - ая молодость – το ξανάνιωμα•
    до -ых петухов – ώσπου να λαλήσουν τα κοκόρια δεύτερη φορά (κατά το πρωί)•
    из -ых рук – από δεύτερο χέρι(όχι απ’ ευθείας) μέσω τρίτου προσώπου.

    Большой русско-греческий словарь > второй

  • 2 второй

    втор||о́й
    1. числ. порядк. δεύτερος:
    \второй номер ὁ δεύτερος ἀριθμός· \второй час περασμένες μία, ἡ ὠρα μία καί· \второй этаж τό πρώτο πάτωμα·
    2. прил (второстепенный) δεύτερος, δευτερεύων:
    \второйая скрипка τό δεύτερο βιολί· на \второйо́м плане σέ δεύτερη σειρά, σέ δεύτερο πλάνο· ◊ из \второйых рук ἀπό δεύτερο χέρι, ἐμμεσα.

    Русско-новогреческий словарь > второй

  • 3 второй

    второй δεύτερος \второй этаж το πρώτο πάτωμα \второйого числа στις δύο του μήνα
    * * *

    второ́й этаж — το πρώτο πάτωμα

    второ́го числа́ — στις δύο του μήνα

    Русско-греческий словарь > второй

  • 4 вторичный

    επ.
    1. δεύτερος, γινόμενος για δεύτερη φορά, δις•

    -ое извещение δεύτερη ειδοποίηση• δεύτερο ειδοποιητήριο.

    2. δευτερεύων, δεύτερος (αντών. του πρωταρχικού).
    3. δευτερεύουσας σημασίας, δευτερεύων.

    Большой русско-греческий словарь > вторичный

  • 5 соавтор

    ο συνεργάτης
    ο δεύτερος συγγραφέας

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соавтор

  • 6 этаж

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > этаж

  • 7 вторичный

    втори́чн||ый
    прил
    1. (повторный) γιά δεύτερη φορά, ἐπαναληπτικός, δεύτερος·
    2. (производный) παράγωγος, παρεπόμενος·
    3. (второстепенный) δευτερεύων, δευτερογενής.

    Русско-новогреческий словарь > вторичный

  • 8 другой

    друг||ой
    1. прил (иной) ἀλλος, Ετερος:
    и тот и \другой καί ὁ ἔνας καί ὁ ἀλλος· и те и \другойи́е καί οἱ μέν καί οἱ δέ· ни то ни \другойо́е ὁὔτε τό ἔνα, ὁὔτε τό ἀλλο· кто́-то \другой κάποιος ἀλλος· никто \другой (как) он αὐτός ὁ ἰδιος, αὐτός ἀκριβῶς· оди́и за \другойи́м ὁ ἔνας κατόπιν τοῦ ἀλλου, ὁ ἔνας πίσω ἀπ' τόν ἀλλο· ничего́ \другойо́п> τίποτε ἄλλο· ду́мает одно́, а говорит \другойое ἀλλα σκέπτεται κι ἀλλα λέγει· в \другойо́м месте σ' ἄλλο μέρος· с \другой стороны ἀπ· τήν ἄλλη (πλευρά), ἀφ' ἐτέρου· \другойи́ми словами μ' ἀλλα λόγια· \другоййм способом μ' ἄλλον τρόπο· э́то \другойо́е дело αὐτό εἶναι ἄλλο ζήτημα·
    2. прил (второй, следующий) ἐπόμενος, ἄλλος, δεύτερος:
    на \другой день τήν ἐπομένη ήμερα, τήν ἄλλη ήμέρα· в \другой раз ἄλλη φορά· 3.

    Русско-новогреческий словарь > другой

  • 9 подзаголовок

    подзаголовок
    м ὁ ὑπότιτλος, ὁ δεύτερος τίτλος.

    Русско-новогреческий словарь > подзаголовок

  • 10 помощиик

    помощи́ик
    м ὁ βοηθός:
    \помощиик директора ὁ ὑποδιευθυντής· \помощиик капитана ὁ ὑποπλοίαρχος, ὁ δεύτερος καπετάνιος.

    Русско-новогреческий словарь > помощиик

  • 11 содокладчик

    содокладчик
    м ὁ συνεισηγητής, ὁ δεύτερος είσηγητής.

    Русско-новогреческий словарь > содокладчик

  • 12 троюродный

    троюродн||ый
    прил:
    \троюродный брат ὁ δεύτερος ἐξάδελφος· \троюродныйая сестра ἡ δεύτερη ἐξαδέλφη.

    Русско-новогреческий словарь > троюродный

  • 13 второй

    [φταρόΐ] αριθ. δεύτερος

    Русско-греческий новый словарь > второй

  • 14 второй

    [φταρόϊ] αριθ. δεύτερος

    Русско-эллинский словарь > второй

  • 15 бельэтаж

    α.
    1. ο ωραίος όροφος έπαυλης, ο δεύτερος όροφος, ο μεσόροφος.
    2. ο πρώτος εξώστης θεάτρου από την πλατεία.

    Большой русско-греческий словарь > бельэтаж

  • 16 второочередной

    επ.
    δεύτερος κατά σειρά, δευτερεύων, δευτερεύουσας σημασίας•

    второочередной вопрос δευτερεύον ζήτημα.

    Большой русско-греческий словарь > второочередной

  • 17 другой

    1. αντων. άλλος, έτερος•

    и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•

    приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•

    он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•

    и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•

    тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•

    кто-то другой κάποιος άλλος•

    никто другой κανένας άλλος•

    с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•

    -ими словами μ' άλλα λόγια.

    2. διάφορος, διαφορετικός•

    после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•

    зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.

    || αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•

    перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•

    πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•

    не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.

    3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•

    уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•

    на -день την άλλη μέρα•

    один за -им ο ένας μετά τον άλλον.

    || κάποιος, άλλος•

    -ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,

    εκφρ.
    смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > другой

  • 18 дублёр

    α.
    1. δεύτερος εκτελεστής ίδιας δουλειάς, εφεδρικός.
    2. ηθοποιός-αναπληρωτής πρωταγωνιστή. || (κινημτγ.) ηθοποιός-μεταφραστής.

    Большой русско-греческий словарь > дублёр

  • 19 повторный

    επ.
    επαναλαμβανόμενος δεύτερη φορά• δεύτερος•

    повторный медицинский осмотр δεύτερη ιατρική εξέταση•

    -ое объяснение εξήγηση για δεύτερη φορά•

    -ая пахота όργωμα για δεύ-ρη φορά, δευτέρωμα (διβόλι).

    Большой русско-греческий словарь > повторный

  • 20 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

См. также в других словарях:

  • δεύτερος — second masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • δεύτερος, -η — ο 1. αυτός που βρίσκεται αμέσως μετά τον πρώτο στην αριθμητική σειρά: Ήρθε δεύτερος στις εξετάσεις της Μαθηματικής Εταιρείας. 2. κατώτερος: Τα προϊόντα αυτού του μανάβη είναι δεύτερα. 3. το ουδ. ως ουσ., δεύτερο καθένα από τα δύο ίσα μέρη στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φεβρουάριος — Δεύτερος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Έχει 28 μέρες και 29 στα δίσεκτα έτη. Ο μήνας Φ. προσετέθηκε από τον Νουμά Πομπίλιο στον τελευταίο μήνα του ρωμαϊκού έτους. Το 154 π.Χ. μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση. Επειδή ήταν πολύ βροχερός μήνας …   Dictionary of Greek

  • δευτέρω — δεύτερος second masc/neut nom/voc/acc dual δεύτερος second masc/neut gen sg (doric aeolic) δευτερόω do the second time pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δευτερόω do the second time imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρων — δεύτερος second fem gen pl δεύτερος second masc/neut gen pl δευτερόω do the second time imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δευτερόω do the second time imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρως — δεύτερος second adverbial δεύτερος second masc acc pl (doric) δευτερόω do the second time imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύτερον — δεύτερος second masc acc sg δεύτερος second neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέραις — δεύτερος second fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρη — δεύτερος second fem nom/voc sg (epic ionic) δευτερέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δευτερέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρην — δεύτερος second fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»