-
1 δευτερουργος
-
2 δευτερουργός
δευτερουργόςworking in the second place: masc /fem nom sg -
3 δευτερουργός
δευτερ-ουργός, όν,A working in the second place, secondary, opp.πρωτουργός, κινήσεις Pl.Lg. 897a
, cf. Iamb.Myst.3.1: but,II Subst. δευτερουργός, ὁ, one who vamps up old clothes, Poll.7.77.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δευτερουργός
-
4 δευτερουργόν
δευτερουργόςworking in the second place: masc /fem acc sgδευτερουργόςworking in the second place: neut nom /voc /acc sg -
5 δευτερουργούς
δευτερουργόςworking in the second place: masc /fem acc pl -
6 δευτερουργά
δευτερουργόςworking in the second place: neut nom /voc /acc pl -
7 ἐπί-γναφος
ἐπί-γναφος, wieder aufgewalkt, neu aufgekratzt, nach Poll. 7, 77 späterer Ausdruck für δευτερουργός.
-
8 δευτερουργοίς
-
9 δευτερουργοῖς
-
10 δευτερουργώ
-
11 δευτερουργῷ
-
12 δευτερουργών
δευτερουργήςvamped up: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric)δευτερουργόςworking in the second place: masc /fem /neut gen pl -
13 δευτερουργῶν
δευτερουργήςvamped up: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric)δευτερουργόςworking in the second place: masc /fem /neut gen pl -
14 ἐπίγναφος
ἐπίγνᾰφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίγναφος
См. также в других словарях:
δευτερουργός — δευτερουργός, όν (Α) 1. όποιος έχει δευτερεύουσα θέση σε κάποιο έργο, ο δευτερεύων 2. το αρσ. ως ουσ. ο δευτερουργός αυτός που επισκευάζει ή μεταποιεί ενδύματα … Dictionary of Greek
δευτερουργός — working in the second place masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερουργόν — δευτερουργός working in the second place masc/fem acc sg δευτερουργός working in the second place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερουργοῖς — δευτερουργός working in the second place masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερουργούς — δευτερουργός working in the second place masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερουργά — δευτερουργός working in the second place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δευτερουργῷ — δευτερουργός working in the second place masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
δευτερουργῶν — δευτερουργής vamped up masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) δευτερουργός working in the second place masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)