Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δεσπότῃ

  • 21 οἰκοδεσπότης

    οἰκοδεσπότης, ου, ὁ (οἶκος, δεσπότης; later word [Lob., Phryn. p. 373]; Alexis Com. [IV B.C.] 225; Plut., Mor. 271e; SIG 888, 57f; New Docs 2, 58 no. 18,12 [75/76 A.D.]; Isaurian ins in PASA III p. 150 υἱοὺς τοὺς οἰκοδεσπότας; PLond I, 98 recto, 60 p. 130 [I/II A.D.]; PSI 158, 80 (for astrol. pap [incl. PParis 19, 42; 75, 10f; PLond I, 110, 41 p. 132 [138 A.D.]] s. Neugebauer-Hoesen index); TestJob 39:2; Philo; Jos., C. Ap. 2, 128) master of the house, householder Mt 24:43; Mk 14:14; Lk 12:39. Pleonast. οἰκ. τῆς οἰκίας Lk 22:11 (cp. SIG 985, 52 [II/I B.C.]; s. B-D-F §484). Used w. ἄνθρωπος in a figure Mt 13:52; 20:1; 21:33. In parables and figures, of God (cp. Epict. 3, 22, 4; Philo, Somn. 1, 149) 13:27 (interpreted as the Human One in vs. 37); 20:1, 11; 21:33; Lk 14:21; Hs 5, 2, 9; cp. IEph 6:1. Christ of himself Mt 10:25; Lk 13:25 (δεσπότης P75).—DELG s.v. δεσπότη. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > οἰκοδεσπότης

  • 22 προσπίπτω

    προσπίπτω impf. προσέπιπτον; aor. προσέπεσον or προσέπεσα—B-D-F §81, 3; Mlt-H. 208 (Hom.+; pap, LXX; TestAbr A; ApcMos; EpArist 180; Philo, Joseph.).
    to prostrate oneself before someone, fall down before/ at the feet of freq. in the gesture of a suppliant (Soph. et al.) w. dat. of pers. (Pla., Ep. 7, 349a; Polyb. 10, 18, 7; Plut., Pyrrh. 384 [3, 4]; PPetr II, 1, 4 [III B.C.]; Ps 94:6; Jos., Bell. 3, 201; 454) Mk 3:11; 5:33; Lk 8:28, 47; Ac 16:29; GEb 18, 39.—Before God τῷ δεσπότῃ 1 Cl 48:1; abs. 9:1 (cp. TestAbr A 14 p. 94, 14f [Stone p. 36] τοῖς οἰκτιρμοῖς αὐτοῦ; ApcMos 33 τῷ θεῶ.).—πρ. τοῖς γόνασίν τινος fall at someone’s feet (Eur., Or. 1332 al.; Plut., Pomp. 621 [5, 2], Mor. 1117b; Chariton 3, 2, 1; Achilles Tat. 5, 17, 3; Jos., Ant. 19, 234. See TestAbr A 3 p. 79, 28 [Stone p. 6] al. τοῖς ποσὶν τοῦ ἀσωμάτου) Lk 5:8, unless the ref. here is to the clasping of a person’s knees by a suppliant, as perh. in the Eur. pass. above (s. L-S-J-M s.v. γόνυ 1 and προσπίπτω III). πρὸς τοὺς πόδας τινός (Esth 8:3; cp. Ex 4:25 and PCairZen 210, 1 [254 B.C.] πρὸς τὰ γόνατα) Mk 7:25.
    to move with force against someth., fall upon, strike against (cp. Thu. 3, 103, 2 et al.; Appian, Bell. Civ. 4, 113 §472; Arrian, Anab. 3, 13, 6; Sir 25:21; Pr 25:20; Jos., Bell. 4, 343) τινί someth. of the winds (Ael. Aristid. 36, 8 K.=48 p. 440 D.; schol. on Apollon. Rhod. 4, 26–71a p. 277, 6) that beat upon a house w. great force Mt 7:25 (s. προσπαίω and προσκόπτω 2).— Come (suddenly) upon ὀξυχολία προσπίπτει τινί bad temper comes over someone Hm 6, 2, 5 (Menand., Epitr. 497 J. χολὴ μέλαινα πρ.).—M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > προσπίπτω

См. также в других словарях:

  • δεσπότη — δεσπότης master masc voc sg δεσποτέω to be despotically ruled pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δεσποτέω to be despotically ruled imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπότῃ — δεσπότης master masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπότηι — δεσπότῃ , δεσπότης master masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

  • Πετραλείφας — Επώνυμο περίφημης οικογένειας του Βυζαντίου, που έδρασε από τον 11o μέχρι τον 13o αι. Πρώτος της οικογένειας αυτής αναφέρεται ο Πέτρος ντ’ Άλφια, από τη γαλλική Νορμανδία, ο οποίος το 1081 ακολούθησε τον ηγεμόνα των Νορμανδών της Κάτω Ιταλίας… …   Dictionary of Greek

  • δεσποτικός — ή, ό (AM δεσποτικός, ή, όν) [δεσπότης] Ι. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε δεσπότη, σε κυρίαρχο 2. απολυταρχικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. 1. αφιερωμένος στον Δεσπότη, στον Χριστό («δεσποτικές εορτές») 2. το ουδ. ως ουσ. το δεσποτικό …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»