Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δεσμά

  • 21 заковать

    -кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αλυσοδένω, δεσμεύω, βάζω στα δεσμά•

    арестантов -ли в кандалы στους συλληφθέντες πέρασαν τις χειροπέδες.

    || θωρακίζω, βάζω θώρακα. || μτφ. καταθλίβω, καταπιέζω, στενοχωρώ. || μτφ. παγώνω, ακινητοποιώ (ποτάμι λίμνη κ.τ.τ.).
    2. πιάνω (με το καρφί) θίγω τα νεύρα•

    лошадь хромает, ее -ли το άλογο κουτσαίνει, γιατί το ‘πιασαν με το καρφί.

    3. αυνδέω με σφυρηλάτηση.
    αλυσοδένομαι, δεσμεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > заковать

  • 22 пожизненный

    επ.
    ισόβιος•

    -ое заключение ισόβια δεσμά.

    Большой русско-греческий словарь > пожизненный

  • 23 путы

    пут πλθ. (ενκ. путо -а ουδ.)
    1. ποδοπέδη, πεδούκλι.
    2. τα δεσμά, οι κλάπες. || μτφ. φραγμός, εμπόδιο• φρένο.

    Большой русско-греческий словарь > путы

  • 24 разорвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. разорвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разорванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξεσχίζω, κατασχίζω, καταξεσχίζω•

    разорвать бумагу καταξεσχίζω το χαρτί•

    разорвать письмо καταξεσχίζω το γράμμα,

    μτφ. σπάζω• κόβω•

    разорвать цепи σπάζω τις αλυσίδες•

    разорвать окобы σπάζω τα δεσμά.

    || διαταράσσω•

    лай -ал тишину το γαύγισμα διατάραξετην ησυχία.

    || κατασπαράσσω•

    волк -ал обцу ο λύκος κατασπάραξε την προβατίνα.

    2. ανατινάζω•

    разорвать мост ανατινάζω τη γέφυρα.

    3. μτφ. διακόπτω, κόβω•

    разорвать дипломатические отношения διακόπτω τις διπλωματικές σχέσεις•

    разорвать связь κόβω τη σύνδεση ή το δεσμό.

    || μτφ. ακυρώνω•
    договор ξεσχίζω (κουρελιάζω) τη συμφωνία.
    4. κατακομματιάζω.
    εκφρ.
    чтоб тебя -ло ή разорвало – να σκάσεις• να πάθεις κακό• από το θεό να το βρεις.
    1. ξεσχίζομαι, κατασχίζομαι.
    2. σκάζω, εκρήγνομαι•

    снаряд разорватьлся около него το βλήμα έσκασε κοντά του.

    3. μτφ. διακόπτομαι, κόβομαι (για σχέσεις, δεσμό κ.τ.τ.).
    4. μτφ. προσπαθώ πάρα πολύ, βάζω όλα τα δυνατά.
    5. κατακομματιάζομαι.
    εκφρ.
    хоть -йсь! – ό,τι και να κάνεις αυτό δε γίνεται (λόγω επείγουσας, σοβαρής απασχόλησης).

    Большой русско-греческий словарь > разорвать

  • 25 расковать

    ρ.σ.μ.
    1. ξεπεταλώνω, ξεκαλιγώ-νω.
    2. αποδεσμεύω, απελευθερώνω.
    3. πλατύνω με σφυρηλάτηση.
    1. ξεπεταλώνομαι, ξε-καλιγώνομαι.
    2. αποδεσμεύομαι, λευτερώνομαι από τα δεσμά.

    Большой русско-греческий словарь > расковать

  • 26 сажать

    ρ.δ.μ.
    1. καθίζω, βάζω να καθίσει, τοποθετώ, βάζω σε θέση• βολεύω;
    προσγειώνω (αεροπλάνο).
    2. διορίζω σε θέση.
    4. βάζω, κλείνω•

    сажать в тюръщ βάζω στη φυλακή•

    сажать в гауптвахту ή в арестантскую βάζω στο κρατητήριο•

    сажать под арест βάζω υπο κράτηση•

    сажать на цепь βάζω στα δεσμά, αλυσοδένω•

    сажать в клетку βάζω στο κλουβί.

    || βάζω (υπό καθεστώς)•

    на диету βάζω σε δίαιτα.

    5. φυτεύω•

    картофель φυτεύω πατάτα•

    сажать табак φυτεύω καπνό.

    6. βάζω•

    сажать кирпичи в печь βάζω τούβλα στο φούρνο•

    сажать снопы в овин βάζω τα δεμάτια στο στεγνωτήριο.

    7. επιφέρω, προξενώ•

    сажать пятна βάζω λεκέδες•

    сажать синяки μωλωπίζω, μελανιάζω.

    || ράβω•

    сажать пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.

    8. επιθέτω, εξαρτώ•

    сажать наживку на крючок βάζω δόλωμα στο αγκίστρι.

    || μπήγω• καρφώνω.
    9. βρίσκω το στόχο, σκοπεύω εύστοχα.
    10. απορρίπτω (στις εξετάσεις).
    εκφρ.
    сажать на яйца – βάζω κλώσσα•
    сажать на царство – βάζω (κάνω)• βασιλιά.
    κάθομαι• μπαίνω• τοποθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. όλων των σημασιών.

    Большой русско-греческий словарь > сажать

  • 27 сковать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. ковать (1 σημ.).
    συνδέω με σφυρηλάτηση.
    2. συνδέω στενά, συσφίγγω.
    3. δεσμεύω, βάζω δεσμά• αλυσοδένω•

    сковать по рукам и ногам δεσμεύω χειροπόδαρα.

    4. μτφ. καρφώνω, καθηλώνω, κρατώ. || περιορίζω, στερώ (ελευθερίας, δράσης κ.τ.τ.).
    5. παγώνω•

    холодный ветер -ал реку, грязь ο ψυχρός άνεμος πάγωσε το ποτάμι, τη λάσπη,

    1. συνδέομαι με σφυρηλάτηση.
    2. παγώνω.

    Большой русско-греческий словарь > сковать

  • 28 тюрьма

    -ы, πλθ. тюрьмы, -рем, -рьмам
    θ.
    1. φυλακή, ειρκτή κ. ειρν. το φρέσκο•

    заключить в -у κλείνω στη φυλακή•

    каторжная тюрьма τα κάτεργα, κάτεργα δεσμά•

    бросить в -ρίχνω στη φυλακή•

    сгноить в -έ σαπίζω στη φυλακή.

    2. μτφ. κόλαση•

    царская россия была -ой народов ητσαρική Ρωσία ήταν φυλακή των λαών.

    Большой русско-греческий словарь > тюрьма

  • 29 цепь

    -и, προθτ. о цепи, на цепи, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. αλυσίδα•

    якорная цепь αλυσίδα της άγκυρας•

    привязать собаку на цепь δένω το σκυλί με την αλυσίδα.

    || πλθ. -Η(κυρλζ. κ. μτφ.) τα δεσμά•

    порватьцепьи рабства σπάζω τις αλυσίδες της σκλαβιάς.

    2. κύκλωμα•

    электрическая цепь ηλεκτρικό κύκλωμα.

    3. αλληλοδιαδοχή, σειρά, κομπολόι•

    цепь событий αλυσίδα γεγονότων•

    цепь озр αλυσίδα λιμνών.

    || ζυγός στρατιωτών.
    4. επίρ. -ью βλ. чепочка (3 σημ.).
    εκφρ.
    горная цепь – οροσειρά, βουνοσειρά.

    Большой русско-греческий словарь > цепь

См. также в других словарях:

  • δέσμα — bond neut nom/voc/acc sg δέσμᾱ , δέσμη package fem nom/voc/acc dual δέσμᾱ , δέσμη package fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμα — δέσμα, το (Α) [δω] (συνήθ. πληθ.) δέσματα α) τα δεσμά β) οι κεφαλόδεσμοι …   Dictionary of Greek

  • δεσμά — τα βλ. δεσμός …   Dictionary of Greek

  • δεσμά — δεσμός band neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισόβια δεσμά — (Νομ.). Η διά βίου στέρηση της ελευθερίας. Ονομάζεται και ισόβια κάθειρξη. Επιβάλλεται στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητά από τον νόμο. Προβλέπεται για τα κακουργήματα και, πριν από την κατάργηση της θανατικής ποινής, καθοριζόταν διαζευκτικά με… …   Dictionary of Greek

  • δέσμ' — δέσμα , δέσμα bond neut nom/voc/acc sg δέσμαι , δέσμη package fem nom/voc pl δέσμᾱͅ , δέσμη package fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμας — δέσμᾱς , δέσμη package fem acc pl δέσμᾱς , δέσμη package fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσμασιν — δέσμα bond neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσματα — δέσμα bond neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • δεσμός — ο πληθ. δεσμοί, οι, και δεσμά, τα 1. οποιοδήποτε μέσο χρησιμοποιούμε για να δένουμε: Οι σκαλωσιές συγκρατούνται μεταξύ τους από ισχυρούς δεσμούς. 2. μτφ., στενή ηθική, νομική ή συναισθηματική σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους: Διατηρεί στενούς δεσμούς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»