Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

δεν

  • 121 никуда

    никуда
    нареч
    1. (ни в какое место) πουθενά:
    она \никуда не пойдет δέν θά πάει πουθενά·
    2. (ни на что, совсем) γιά τίποτε, σέ τίποτε:
    \никуда не годный μή ίκανός γιά τίποτε· \никуда не годный челοвέκ τιπο-τένιος ἀνθρωπος· это \никуда не годится а) αὐτό δέν κάνει γιά τίποτε (о вещи), б) δέν εἶναι καθόλου σωστό (о поступке).

    Русско-новогреческий словарь > никуда

  • 122 ну

    ну
    межд и частица разг
    1. (при побуждении) ἄντε, ἐμπρός:
    ну, скорей! ἄντε πιό γρήγορα· ну, ну, не бойся! ἔλα μή φοβάσαι· ну́-ка! γιά νά δοῦμε, ἄντε λοιπόν
    2. (для выражения связи с предшествующим):
    ну, так что же? κι ἐπειτα;· ну, а теперь καί τώρα· ну как? λοιπόν;·
    3. (для выражения удивления, негодования и т. п.) τί:
    ну́ и погода! τί καιρός, τί παληόκαιρος!· да ну? τί λέτε;...· ну, не стыдно ли вам? καί δέν ντρέπεστε;·
    4. (для выражения согласия, уступки) ε, φυσικά:
    ну, разумеется, мы пойдем φυσικά, ἐννοείται, (οτι) θά πᾶμε· ну, хорошо λοιπόν ἐν τάξει· ну, ну, не бу́ду καλά, μήν φοβάσαι, καλά δέν θά τό ξανακάνω·
    5. (в смысле „начать· перед гл.):
    а он ну кричать καί σάν βάζει τίς φωνές·
    6. безл груб.:
    ну тебя! ἄφησέ με ήσυχο!· а ну его! δέν τόν παρατάς!, παράτα τον!· ◊ ну вот... (в повествовании) λοιπόν πού λες...

    Русско-новогреческий словарь > ну

  • 123 нужда

    нужд||а
    ж
    1. ἡ ἀνάγκη, ἡ χρεία:
    иметь, испытывать \нуждау́ в ком-л., в чем-л. ἔχω ἀνάγκη· у меня большая \нужда в деньгах ἔχω μεγάλη ἀνάγκη ἀπό χρήματα· ну́жды городского населения οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀστικοῦ πληθυσμού· без \нуждаы χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάγκη· какая \нужда в этом? ποια ἡ ἀνάγκη;· у нас в этом нет \нуждаы δέν (τό) Εχομε ἀνάγκη· в случае \нуждаы ἀν τυχόν χρειαστεί, ἐν ἀνάγκη·
    2. (бедность) ἡ ἐλλειψη [-ις], ἡ στέρηση [-ις], ἡ φτώχεια, ἡ ἀνέχεια:
    быть в крайней \нуждае ξχω μεγάλη φτώχεια· ◊ \нуждаы нет δέν χρειάζεται, δέν εἶναι ἀνάγκη.

    Русско-новогреческий словарь > нужда

  • 124 оставить

    оставить
    сов, оставлять несов
    1. ἀφήνω:
    \оставить книгу до́ма ἀφήνω τό βιβλίο στό σπίτι· \оставить вопрос нерешенным ἀφήνω τό ζήτημα ἄλυτο· \оставить в стороне ἀφήνω κατά μέρος, ἀφήνω στήν μπάντα· \оставить в недоумении ἀφήνω σέ ἀμηχανία· \оставить в покое ἀφήνω ήσυχο·
    2. (покидать, бросать) ἀφήνω, ἐγκαταλείπω:
    \оставить в беде ἐγκαταλείπω στή δυστυχία·
    3. (отказываться) ἐγκαταλείπω:
    \оставить всякую надежду ἐγκαταλείπω κάθε ἐλπίδα·
    4. (сохранять, удерживать) ἐπιφυλάττω, φυλάσσω, διατηρώ:
    \оставить за собой право ἐπιφυλάσσομαι, ἐπιφυλάσσω είς ἐμαυτόν τό δικαίωμα· ◊ \оставить на второй год (в школе) ἀφήνω στήν ίδια τάξη· \оставить кого-л. позади́ ἀφήνω πίσω, προσπερνώ· \оставить впечатление ἀφήνω τήν ἐντύπωση· \оставить память ἀφήνω ἀνάμνηση· \оставить без внимания δέν δίνω προσοχή, παραμελώ· \оставить без последствий δέν δίνω συνέχεια, ἀφήνω χωρίς ἐπακόλουθα· \оставить кого-л. в дураках κοροϊδεύω (или γελώ, ἐξαπατώ) κάποιον не оставить камня на камне δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου· Зто оставляет желать (много) лучшего αὐτό ἔχει ἀκόμα πολ-λες ἐλλείψεις· позвольте мне вас оставить ἐπιτρέψατε μου νά σᾶς ἀφήσω· оставь! ἄστο!, ἄφησέ το!, παράτα το!· оставим §то! ἀς τ' ἀφήσουμε αὐτό!, ἄς ἀλλἀ-, ξουμε θέμα!

    Русско-новогреческий словарь > оставить

  • 125 отчего

    отчего
    нареч γιατί, διατί:
    \отчего он не пришел? διατί δέν ήλθε;· не знаю, \отчего он не пришел δέν ξέρω, γιατί δέν ήλθε· вот \отчего... νά γιατί..., ίδού διατί...

    Русско-новогреческий словарь > отчего

  • 126 пикнуть

    пикнуть
    сов разг:
    он и \пикнуть не смеет δέν θά τολμήσει νά βγάλει ἄχνα· он н \пикнуть не успел δέν πρόφθασε νά βγάλει τσι-μουδιά, δέν πρόλαβε νά πεί κίχ.

    Русско-новогреческий словарь > пикнуть

  • 127 плохой

    плох||о́й
    прил κακός, ἀσχημος:
    \плохойая видимость ἡ κακή ὀρατότητα [-ης]· \плохойо́е здоровье ἡ κλονισμένη ὑγεία· \плохойо́е настроение ἡ κακοδιαθεσία, ἡ κακή διάθεση, ἡ κακοκεφιά· \плохойая пища ἡ κακή τροφή· \плохой почерк ὁ δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας· \плохой£я привычка ἡ ἀσχημη συνήθεια· \плохой человек κακός (или ἀνάποδος) ἄνθρωπος· он о́чень плох εἶναι σέ κακό χάλι, εἶναι πολύ ἄσχημα· его́ дела плохи οἱ δουλειές του πηγαίν-ιον ἄσχημα· ◊ с иим шутки плохи разг δέν χωρατεύει, δέν σηκώνει χωρατά, δέν ἀστειεύεται.

    Русско-новогреческий словарь > плохой

  • 128 поделать

    подела||ть
    сов:
    ничего не \поделатьешь δέν γίνεται τίποτα, ἀλλοιώτικα δέν μπορεί νά γίνη· ничего не могу́ с ним \поделать τίποτε δέν μπορώ νά κάνω μ' αὐτόν.

    Русско-новогреческий словарь > поделать

См. также в других словарях:

  • δεν — (Μ δέ[ν]) μόριο αρνητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδέν, ουδ. τού αρχ. ουδείς] …   Dictionary of Greek

  • 'δεν — ἔδε̄ν , ἔδω eat pres inf act (epic doric) ἔδεν , ἔδω eat imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοξετελειώνω — δεν ολοκληρώνω ένα έργο, μισοτελειώνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • μισοχορταίνω — δεν χορταίνω καλά, χορταίνω κατά το ήμισυ …   Dictionary of Greek

  • σχολάζω — δεν εργάζομαι, έχω ελεύθερο χρόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»