Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δεν+θα+σας

  • 41 περιποιώ

    (ε) μετ. уст.:

    περιποι τιμήν — делать честь (кому-л.);

    αυτό δεν σας περιποιεί τιμήν — это не делает вам чести

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιποιώ

  • 42 πού

    1. επίρρ.
    1) где; где-то;

    εκεί πού συμφωνήσαμε — там, где мы условились;

    εκεί πού πλησίον — там где-то рядом;

    2) туда;

    εκεί πού πάνε όλοι — туда, куда все идут;

    2. σύνδ.
    1) что; так что;

    χαίρω πολύ πού... — я очень рад,' что...;

    σε καταλάβανε πού τούς περιπαίζεις — они поняли, что ты насмехаешься над ними;

    τον είδα πού πήρε την ομπρέλλα σου — я видел, что он взял твой зонтик;

    λέει πού είναι άρρωστος — он говорит, что он болен;

    κλαίει και δέρνεται πού σού ξεσκίζει την καρδιά — она плачет и убивается так, что сердце разрывается;

    2) во время, в течение;

    εκεί πού τρώγαμε — во время еды;

    3) когда, как;

    είναι πέντε χρόνια πού... — прошло пять лет, как...;

    1) как...!, что за...!, какой же...!;

    όμορφη πού είναι η θάλασσα — как красиво море!;

    τί καλά πού είναι! — как хорошо!;

    τί όμορφα πού είναι! — ну что за красота!;

    τί ψεύτης πού είναι! — какой же он лгун!;

    ώρα πού βρήκε να μας επισκεφθεί! — нашёл же время прийти (к нам)!;

    2) (для выражения пожелания, проклятия) чтобы, чтоб;
    пусть;

    πού να σε πάρει ο διάβολος! — чтоб тебя чёрт побрал!;

    4. αντων. άκλ. который, кто, что;

    να αυτός πού... — вот тот, который..., (ο) καθένας πού... — каждый., кто...;

    χαρά πού δεν περιγράφεται — радость, которая не поддаётся описанию;

    § πού λες — а) но вот..., и вот...; — б) к слову сказать, к вашему (к твоему) сведению;

    έτσι πού — так что; — так чтобы

    πού2/2
    επίρρ.
    1) (при обознач, места) где?, куда?;

    πού2/2 πηγαίνεις; — куда ты идёшь?;

    πού2/2 ήσουν; — где ты был?;

    2) (при обознач, образа действия) как?; каким образом?;

    πού2/2 τό ξέρεις; — откуда ты это знаешь?;

    3):

    από πού2/2; — откуда же?;

    από πού2/2 χρήματα; — откуда же у тебя деньги?;

    4) (для выражения сомнения в чём-л., полной невозможности чего-л.):

    πού2/2 λεφτά γιά τέτιες δουλειές; — да откуда же взять денег на это дело?;

    πού2/2 να τον δεις; — да где же ты его увидишь?, его невозможно увидеть;

    5) (для выражения крайнего удивления):

    πού2/2 τάμαθες αυτά τα βρωμόλογα; — от кого ты узнал эти скверные слова?!;

    πού2/2 τα πουλάς αυτά τα ψέματα; — кому ты лжёшь, мне?!;

    πού2/2 τό κατάλαβες; — как это ты догадался!?;

    πού2/2 να ξέρεις τί σού μαγειρεύω! — если бы ты знал, что я тебе готовлю!;

    § πού2/2 να σού ( — или σας) τα λέω — это долго рассказывать;

    από πού2/2 κι' ως πού2/2; — с какой стати?; — откуда вдруг...?, каким образом...? (при опровержении);

    αριά και πού2/2 — или πού2/2 καί πού2/2 — а) изредка, иногда, временами; — б) кое-где

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πού

  • 43 συ(μ)φέρο(ν)

    το интерес, заинтересованность;
    выгода, польза; корысть (неодобр.);

    ατομικά (γενικά) συ(μ)φέροντα — личные (общие) интересы;

    γιά το συ(μ)φέρο(ν) σου — для твоей же пользы;

    είναι προς το συ(μ)φέρο(ν) σας — это в ваших интересах;

    φροντίζω μόνο γιά τα συμφέροντα μου заботиться только о своих интересах, о своей выгоде;

    έχω συ(μ)φέρο(ν)быть заинтересованным (в чём-л.); — иметь пользу, выгоду (от чего-л.);

    δεν έχω συ(μ)φέρο(ν) — мне это невыгодно;

    τί συ(μ)φέρο(ν) έχω; — какой мне интерес? συ(μ)φέρο(ν) σου είναι να... — в твоих интересах...;

    § τα καλά και συ(μ)φέροντά ирон.ему бы только сливки снимать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συ(μ)φέρο(ν)

  • 44 συ(μ)φέρο(ν)

    το интерес, заинтересованность;
    выгода, польза; корысть (неодобр.);

    ατομικά (γενικά) συ(μ)φέροντα — личные (общие) интересы;

    γιά το συ(μ)φέρο(ν) σου — для твоей же пользы;

    είναι προς το συ(μ)φέρο(ν) σας — это в ваших интересах;

    φροντίζω μόνο γιά τα συμφέροντα μου заботиться только о своих интересах, о своей выгоде;

    έχω συ(μ)φέρο(ν)быть заинтересованным (в чём-л.); — иметь пользу, выгоду (от чего-л.);

    δεν έχω συ(μ)φέρο(ν) — мне это невыгодно;

    τί συ(μ)φέρο(ν) έχω; — какой мне интерес? συ(μ)φέρο(ν) σου είναι να... — в твоих интересах...;

    § τα καλά και συ(μ)φέροντά ирон.ему бы только сливки снимать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συ(μ)φέρο(ν)

  • 45 συ(μ)φέρο(ν)

    το интерес, заинтересованность;
    выгода, польза; корысть (неодобр.);

    ατομικά (γενικά) συ(μ)φέροντα — личные (общие) интересы;

    γιά το συ(μ)φέρο(ν) σου — для твоей же пользы;

    είναι προς το συ(μ)φέρο(ν) σας — это в ваших интересах;

    φροντίζω μόνο γιά τα συμφέροντα μου заботиться только о своих интересах, о своей выгоде;

    έχω συ(μ)φέρο(ν)быть заинтересованным (в чём-л.); — иметь пользу, выгоду (от чего-л.);

    δεν έχω συ(μ)φέρο(ν) — мне это невыгодно;

    τί συ(μ)φέρο(ν) έχω; — какой мне интерес? συ(μ)φέρο(ν) σου είναι να... — в твоих интересах...;

    § τα καλά και συ(μ)φέροντά ирон.ему бы только сливки снимать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συ(μ)φέρο(ν)

  • 46 συ(μ)φέρο(ν)

    το интерес, заинтересованность;
    выгода, польза; корысть (неодобр.);

    ατομικά (γενικά) συ(μ)φέροντα — личные (общие) интересы;

    γιά το συ(μ)φέρο(ν) σου — для твоей же пользы;

    είναι προς το συ(μ)φέρο(ν) σας — это в ваших интересах;

    φροντίζω μόνο γιά τα συμφέροντα μου заботиться только о своих интересах, о своей выгоде;

    έχω συ(μ)φέρο(ν)быть заинтересованным (в чём-л.); — иметь пользу, выгоду (от чего-л.);

    δεν έχω συ(μ)φέρο(ν) — мне это невыгодно;

    τί συ(μ)φέρο(ν) έχω; — какой мне интерес? συ(μ)φέρο(ν) σου είναι να... — в твоих интересах...;

    § τα καλά και συ(μ)φέροντά ирон.ему бы только сливки снимать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συ(μ)φέρο(ν)

  • 47 τυχαίνω

    (αόρ. έτυχα) 1. μετ. случайно, неожиданно встретить (кого-л.), натолкнуться (на кого-л.);
    2. αμετ 1) быть, находиться, присутствовать; 2) выпадать на долю, доставаться; του έτυχε στη λοταρία... он выиграл в лотерею...; 3) απρόσ. бывает, случается; приходится; σας έτυχε ποτέ να..; случалось ли вам когда-нибудь...?; δεν έτυχε να πάει εκεί ему не случалось бывать там;

    τυχαίνει κάποτε να... — случается, что...;

    έτυχε να... случилось так, что...; случайно (сделал что-л.);
    έτυχε να βρώ... я случайно нашёл...; έτυχε να πάω στο θέατρο я случайно попал в театр; § ότι τύχει что попало; όπως τύχει как придётся; как попало;

    άν τυχαίνει — в случае, при случае, если придётся;

    πώς έτυχες εδώ; какими судьбами?;
    μην τύχει και τού πείς... смотри, ни в коем случае не говори ему, что...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τυχαίνω

  • 48 χρησιμεύω

    αμετ.
    1) использоваться, применяться, служить (для чего-л.); 2) быть нужным, полезным, (при)годиться (для чего-л.);

    σε τί μπορώ να σας χρησιμεύσω; — чем могу быть вам полезен?, чем могу вам служить?;

    δεν χρησιμεύει σε τίποτε — это бесполезно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρησιμεύω

См. также в других словарях:

  • σας — I κτητ. αντων. β πληθ. προσώπου: Ο γιος σας δεν παρακολουθεί τακτικά τα μαθήματα. II προσωπική αντων. β πληθ. προσώπου, αντί εσάς: Σας είδα χτες στον κινηματογράφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • PAS Giannina F.C. — PAS Giannina Full name Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα (Panepirotic Athletic Association Giannina) Nickname(s) Ajax of Epirus Pagourades (Canteen Men) Founded …   Wikipedia

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Επιδαύρου — Το μικρό αλλά πλούσιο σε ευρήματα Μουσείο της Επιδαύρου βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου του Ασκληπιείου. Είναι ένα μακρόστενο κτίριο που δένει αρμονικά με τον περιβάλλοντα χώρο με τις λιτές γραμμές και τα διακριτικά χρώματά του.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Κορίνθου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κορίνθου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του αρχαιολογικού χώρου, χτίστηκε το 1931 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, με δωρεά της Ada Small Moore. Μέσα από τα ευρήματα της αξιόλογης συλλογής που… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ναυπλίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου βρίσκεται στη δυτική πλευρά της κεντρικής πλατείας της παλαιάς πόλης του Ναυπλίου, της πλατείας Συντάγματος. Το τριώροφο κτίριο που στεγάζει το μουσείο χτίστηκε το 17ο αι., στη διάρκεια της Ενετοκρατίας, και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»