-
1 δειλως
-
2 δειλώς
-
3 δειλῶς
См. также в других словарях:
δειλῶς — δειλός cowardly adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 δειλως
2 δειλώς
3 δειλῶς
δειλῶς — δειλός cowardly adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)