-
1 δίκαιος
δίκαιος, -η, -ο (-αία, -ον)1) правый, справедливый;2) праведный – святой, прославивший Бога своей праведностью, живший до Христа и уповавший на Его пришествие как Мессии (οι θεοπάτορες, οι προφήτες — праведные богоотцы Иоаким и Анна, пророки)Этим.< δίκα-ιος < δίκη < δείκ-νυ-μι «показывать» -
2 δίσκος
δίσκος οдискос – богослужебное блюдо, на которое во время Божественной Литургии полагается Агнец Божий, а также частицы просфоры, вынутые священником в честь Богородицы, святых, живых и усопших верующих христиан. Символизирует гроб Господень, небеса, мир и, согласно более позднему толкованию, ясли Вифлеема. На дискос полагаются и частицы мощей святых во время службы освящения храма. Сверху дискоса ставят звездицу, покрываемую покровцом и воздэхом из драгоценной ткани. Использование воздэха в христианском богослужении восходит к первым векам христианстваЭтим.дргр. < δικ-σκός < δείκ-νυ-μι «показывать, являть, обнаруживать»
См. также в других словарях:
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
ημεροδείκτης — ο είδος ημερολογίου που περιέχει τόσα έντυπα φύλλα όσες και οι ημέρες τού έτους, όπου αναγράφονται με τη σειρά όλες οι ημερομηνίες τού έτους με συναφείς πληροφορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + δείκ της (< δείκ νυμι)] … Dictionary of Greek
δαλός — δαλός, ο (Α) 1. κομμάτι φλεγόμενου ξύλου, δαυλός 2. πυρσός 3. κεραυνός («ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν») 4. είδος μετεώρου 5. (για ηλικιωμένους) καμένος πυρσός, εξαντλημένος γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαF ελός <… … Dictionary of Greek
δείκανον — δείκανον, το (Α) παράσταση σε υφαντό. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεικ τού δείκνυμι) … Dictionary of Greek
δείκηλον — και δείκελον, το (Α) 1. αναπαράσταση, παρουσίαση 2. ομοίωμα, εικόνα 3. φάντασμα 4. ανάγλυφο, γλυπτή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτικό τ. που ανάγεται ετυμολογικά σε θ. δεικ τού δείκνυμι και στο επίθημα ηλος. Η λ. δείκελον είναι παράλληλος… … Dictionary of Greek
πέπνυμαι — Α 1. έχω πνοή ή ψυχή, ζω 2. έχω ακέραιες τις πνευματικές μου δυνάμεις, λειτουργεί το μυαλό μου 3. μτφ. α) (για πρόσ.) είμαι συνετός, φρόνιμος β) (για πράγματα) είμαι σωστός 4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ πεπνυμένοι οι έμπειροι 5. φρ.… … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
τάνυμαι — Α εκτείνομαι, τεντώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στο γ εν. πρόσωπο τάνυται, έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τα τής ρίζας *ten (βλ. λ. τείνω) με ενεστωτικό έρρινο ένθημα νυ (πρβλ. δείκ νυ μι) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ … Dictionary of Greek
anapodeictic — anapodeictic, a. rare 0. (ænˌæpəʊˈdaɪktɪk) [f. Gr. ἀν priv. + ἀποδεικτικ ός demonstrable, f. ἀπό off, away + δεικ νύ ναι to show.] Incapable of being shown by argument, undemonstrable … Useful english dictionary
horodix — † horodix Obs. rare 0. [f. Gr. ὥρα hour + δεῖξις exhibition, f. δεικ to show.] ‘A kind of dial, or instrument to shew how the hours pass away’ (Phillips 1658; thence in Bailey 1721, etc.) … Useful english dictionary