Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δείχνω+τη

  • 1 δείχνω

    (αόρ. έδειξα) 1. μετ.
    1) показывать, указывать;

    δείχνω τον δρόμο — показывать дорогу;

    τό ρολόϊ δείχνει μεσημέρι — часы показывают полдень;

    2) проявлять, обнаруживать, выказывать;
    έδειξε μεγάλο θάρρος он проявил большую смелость;

    δείχνω καλή διαγωγή — хорошо вести себя;

    3) показывать; учить, обучать;
    του έδειξα να γράφει я его научил писать; 2. αμετ. 1) казаться; выглядеть (о человеке);

    δείχνει άρρωστος — он выглядит больным;

    ο καιρός δείχνει βροχερός — кажется, будет дождь;

    ο άρρωστος δε δείχνει, αν θα γίνη καλά — больной, похоже, не поправится;

    § δείξε μας την πλάτη σου! убирайся!;
    θά σού δείξω! я тебе покажу!; θα σού δείξω εγώ πόσ' απίδια βάνει ο σάκκος я тебе покажу, где раки зимуют!, я тебе покажу кузькину мать!; όπερ εδει δείςαι что и требовалось доказать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δείχνω

  • 2 δείχνω

    [днхно] р. показывать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δείχνω

  • 3 δείχνω

    [днхно] ρ показывать.

    Эллино-русский словарь > δείχνω

  • 4 δείχνω

    montrer

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > δείχνω

  • 5 δείχνω

    1) demonstrować czas.
    2) pokazać czas.
    3) pokazywać czas.
    4) udowadniać czas.
    5) ukazywać czas.
    6) uwidaczniać czas.
    7) wskazywać czas.
    8) wykazywać czas.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > δείχνω

  • 6 δείχνω

    1) dokázat
    2) jevit
    3) ukázat
    4) ukazovat

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > δείχνω

  • 7 δείχνω

    1) demonstrate
    2) indicate
    3) point
    4) show

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δείχνω

  • 8 Δείχνω κάποιου πόσα απίδια βάζει ο σάκος

    Δείχνω κάποιου πόσα απίδια βάζει ο σάκος ( παίρνει το σακί)
    – Θα τον μάθω τι εστί βερίκοκκον!
    Показать кому-либо, где раки зимуют
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δείχνω κάποιου πόσα απίδια βάζει ο σάκος

  • 9 Δείχνω κάποιου πόσα απίδια παίρνει το σακί

    Δείχνω κάποιου πόσα απίδια βάζει ο σάκος ( παίρνει το σακί)
    – Θα τον μάθω τι εστί βερίκοκκον!
    Показать кому-либо, где раки зимуют
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δείχνω κάποιου πόσα απίδια παίρνει το σακί

  • 10 baktırmak

    δείχνω

    Türkçe-Yunanca Sözlük > baktırmak

  • 11 jevit

    δείχνω

    Česká-řecký slovník > jevit

  • 12 pokazać

    δείχνω

    Słownik polsko-grecki > pokazać

  • 13 wskazywać

    δείχνω

    Słownik polsko-grecki > wskazywać

  • 14 Θα τον μάθω τι εστί βερίκοκκον!

    Δείχνω κάποιου πόσα απίδια βάζει ο σάκος ( παίρνει το σακί)
    – Θα τον μάθω τι εστί βερίκοκκον!
    Показать кому-либо, где раки зимуют
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Θα τον μάθω τι εστί βερίκοκκον!

  • 15 показать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. показанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. δείχνω•

    он -ал свой паспорт αυτός έδειξε την ταυτότητα του•

    показать рукой δείχνω με το δάχτυλο•

    -жи мне дорогу δείξ.ε μου το δρόμο-показать учащимся химический опыт δείχνω στους μαθητές το πείραμα της χημείας.

    || παρουσιάζω•

    показать пьесу афинианам παρουσιάζω το θεατρικό έργο στους Αθηναίους.

    || προβάλλω•

    -новый кинофильм προβάλλω νέα κινηματογραφική ταινία.

    2. παρασταίνω, απεικονίζω.
    3. εξηγώ• διδάσκω, μαθαίνω•

    показать как пользоваться компасом μαθαίνω τη χρήση της πυξίδας•,

    4. εμφανίζω, φανερώνω•

    показать храбрость, мужество δείχνω γενναιότητα, ανδρεία.

    || παίρνω• καταλαβαίνω• έρχομαι•

    показать лучший результат в беге έρχομαι πρώτος στο τρέξιμο, παίρνω την πρώτη θέση στο τρέξιμο;

    αναπτύσσω (ταχύτητα κ.τ.τ.).
    5. αποδείχνω, καταδείχνω.
    6. καταθέτω (ως μάρτυρας). || δείχνω (ως απειλή)•

    я тебе -жу θα σου δείξω εγώ.

    εκφρ.
    показать вид – προσποιούμαι, κάνω πως, παρασταίνω, καμώνομαι•
    показать нос куда ή где – εμφανίζομαι για λίγο κάπου, ξεμυτίζω. показать пример δείχνω το παράδειγμα•
    показать спину – γυρίζω τις πλάτες ή τα νώτα (εκδηλώνω τη δυσαρέσκεια μου• αποστρέφομαι)•
    показать язык – ερεθίζω, εκνευρίζω (βγάζοντας τη γλώσσα).
    1. βλ. казаться.
    2. φαίνομαι, εμφανίζομαι• διακρίνομαι. || παρουσιάζομαι.
    3. αρέσκομαι, μου αρέσει.

    Большой русско-греческий словарь > показать

  • 16 показывать

    показывать
    несов
    1. в разн. знач. δείχνω, δεικνύω, ἐμφανίζω / ἀποδείχνω, ἀποδεικνύω (доказывать):
    \показывать пальцем δείχνω μέ τό δάκτυλο· \показывать дорогу δείχνω τόν δρόμον· \показывать на деле ἀποδείχνω ἐμπράκτως· \показывать пример δείχνω (δίνω) τό παράδειγμα· термометр показывает 20 градусов выше нуля τό θερμόμετρον δείχνει είκοσι βαθμούς πάνω ἀπό τό (ιηδέν·
    2. юр. (давать показания) μαρτυρώ, καταθέτω, βεβαιώ· ◊ \показывать кому́-л. на дверь δείχνω τήν πόρτα σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > показывать

  • 17 указывать

    указывать
    несов прям., перен (ὐπο-) δείχνω, ὑποδεικνύω:
    \указывать пальцем на кого-л. δείχνω κάποιον μέ τό δάχτυλο· \указывать на ошибки (ύπο)δείχνω τά λάθη (τά σφάλματα)· \указывать на недостатки (υπο)δείχνω τίς ἐλλείψεις· \указывать путь δείχνω τόν δρόμο· \указывать срок καθορίζω τήν προθεσμία· ◊ \указывать кому-л. на дверь διώχνω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > указывать

  • 18 указать

    указать, указывать ( υπο) δείχνω; \указать дорогу δείχνω το δρόμο
    * * *
    = указывать

    указа́ть доро́гу — δείχνω το δρόμο

    Русско-греческий словарь > указать

  • 19 относиться

    относиться
    несов ί. (κ кому-л., κ чему-л.) φέρνομαι, συμπεριφέρομαι, δείχνω, δέχομαι, βλέπω:
    \относиться с полным доверием δείχνω πλήρη ἐμπιστοσύνη· \относиться с подозрением βλέπω μέ ὑποψία· \относиться хорошо́ (плохо) к кому-л. συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά (άσχημα) κάποιου· \относиться хорошо (плохо) к чему́-л. βλέπω κάτι μέ καλό (μέ κακό) μάτι· \относиться равнодушно, безразлично εἶμαι ἀδιάφορος, δείχνω ἀδιαφορία, ἀδιαφορώ· \относиться с уважением δείχνω σέβας, σέβομαί как вы к этому относитесь? πως τό βλέπετε ἐσεϊς αὐτό;·
    2. (иметь отношение) ἀφορώ, ὑπάγομαι ἔχω σχέσιν, ἀναφέρομαι:
    э́то ко мне не относится αὐτό δέν μέ ἀφορᾶ· э́то к делу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    3. мат σχετίζομαι προς.

    Русско-новогреческий словарь > относиться

  • 20 show

    [ʃəu] 1. past tense - showed; verb
    1) (to allow or cause to be seen: Show me your new dress; Please show your membership card when you come to the club; His work is showing signs of improvement.) δείχνω
    2) (to be able to be seen: The tear in your dress hardly shows; a faint light showing through the curtains.) φαίνομαι
    3) (to offer or display, or to be offered or displayed, for the public to look at: Which picture is showing at the cinema?; They are showing a new film; His paintings are being shown at the art gallery.) παρουσιάζω,προβάλλω,εκθέτω
    4) (to point out or point to: He showed me the road to take; Show me the man you saw yesterday.) δείχνω
    5) ((often with (a)round) to guide or conduct: Please show this lady to the door; They showed him (a)round (the factory).) (καθ)οδηγώ,συνοδεύω,γυρίζω
    6) (to demonstrate to: Will you show me how to do it?; He showed me a clever trick.) δείχνω,επιδεικνύω
    7) (to prove: That just shows / goes to show how stupid he is.) αποδεικνύω
    8) (to give or offer (someone) kindness etc: He showed him no mercy.) δείχνω
    2. noun
    1) (an entertainment, public exhibition, performance etc: a horse-show; a flower show; the new show at the theatre; a TV show.) θέαμα,παράσταση,ψυχαγωγικό πρόγραμμα,έκθεση
    2) (a display or act of showing: a show of strength.) επίδειξη
    3) (an act of pretending to be, do etc (something): He made a show of working, but he wasn't really concentrating.) προσποίηση
    4) (appearance, impression: They just did it for show, in order to make themselves seem more important than they are.) φιγούρα,δημιουργία εντυπώσεων
    5) (an effort or attempt: He put up a good show in the chess competition.) προσπάθεια,εμφάνιση
    - showiness
    - show-business
    - showcase
    - showdown
    - showground
    - show-jumping
    - showman
    - showroom
    - give the show away
    - good show!
    - on show
    - show off
    - show up

    English-Greek dictionary > show

См. также в других словарях:

  • δείχνω — δείχνω, έδειξα βλ. πίν. 29 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — έδειξα, δείχτηκα 1. παρουσιάζω, φανερώνω, εμφανίζω: Πάντα δείχνουν σε όλους τους επισκέπτες τον κήπο τους. 2. αποδεικνύω, μαρτυρώ, εξηγώ: Τα λόγια του δείχνουν ότι θέλει πραγματικά να πετύχει. 3. δίνω την εντύπωση, φαίνομαι: Ο καιρός δείχνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποδεικνύω — ὑποδεικνύω ΝΜΑ, και υποδείχνω Ν, και ὑποδείκνυμι ΜΑ [δείκνυμι / δεικνύω / δείχνω] δείχνω έμμεσα, διδάσκω με υποδείξεις ή υπαινιγμούς (α. «ποιος τού υπέδειξε να ακολουθήσει αυτή την τακτική;» β. «τίς ὑπέδειξεν ἡμῑν φυγεῑν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • αναδεικνύω — (Α ἀναδεικνύω και δείκνυμι, Ν και δείχνω) εκλέγω σε αξίωμα, ανακηρύσσω, αναγορεύω νεοελλ. 1. κάνω κάποιον ή κάτι σπουδαίο, εξυψώνω, προάγω, προβάλλω 2. μέσ. επιτυγχάνω σε κάποια επίδοση, προοδεύω, ευδοκιμώ, διακρίνομαι αρχ. 1. ανυψώνω και δείχνω… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλοδεικτώ — (AM δακτυλοδεικτῶ, έω) δείχνω με το δάχτυλο νεοελλ. 1. προβάλλω ως παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή 2. (μτχ. παθ. ενεστ.) δακτυλοδεικτούμενος, η, ο όποιος επισύρει την προσοχή για κάποιον καλό ή κακό λόγο αρχ. δείχνω, συμβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • διατυπώνω — (AM διατυπῶ, όω) δίνω τύπο (μορφὴ) σε σκέψη, ιδέα κ.λπ., διαμορφώνω μσν. 1. σημαίνω, δείχνω, εννοώ («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε») 2. κανονίζω, προετοιμάζω 3. συμβολίζω («οἱ δέκα ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... δεκάδα») μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… …   Dictionary of Greek

  • ενδιαφέρω — 1. προκαλώ την προσοχή («δεν μ ενδιαφέρει τί κάνεις») 2. απρόσ. ενδιαφέρει έχει σημασία, σπουδαιότητα («δεν ενδιαφέρει η ποσότητα αλλά η ποιότητα») 3. μέσ. δείχνω ιδιαίτερη φροντίδα («δεν ενδιαφέρεται για τίποτε») 4. μέσ. έχω συμφέρον 5. μέσ. μτφ …   Dictionary of Greek

  • εσοπτρίζω — ἐσοπτρίζω (AM) [έσοπτρον] 1. δείχνω σαν μέσα σε καθρέφτη, δείχνω κάτι σε κάποιον όχι στην πραγματική του υπόσταση αλλά υπαινικτικά ή συμβολικά 2. μέσ. ἐσοπτρίζομαι δείχνομαι, φαίνομαι σαν μέσα σε καθρέφτη αρχ. καθρεφτίζομαι, κοιτάζομαι στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»