-
1 δείλομαι
A verge towards afternoon, δείλετό τ' ἠέλιος the sun was westering, Od.7.289 (Aristarch. and others for δύσετο).------------------------------------A = βούλομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δείλομαι
-
2 δείλομαι
δείλομαι: verge towards setting; only ipf., δείλετο τ' ἠέλιος, ‘was westering,’ Il. 7.289†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δείλομαι
См. также в других словарях:
δείλομαι — (I) δείλομαι (Α) φρ. «δείλετο τ ἠέλιος» κι ο ήλιος έγερνε στη δύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δείλομαι, τού οποίου η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από το δείλετο (απαντά στην Οδύσσεια), είναι μετονοματικό παράγωγο τού δείλη* (για τον σχηματισμό πρβλ. και θέρμετο… … Dictionary of Greek