1 δειλαν
(Theocr. - v. l. δειλαῖε)
Древнегреческо-русский словарь > δειλαν
δειλάν — δειλά̱ν , δειλός cowardly fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείλαν — δείλᾱν , δείλη afternoon fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)