-
21 καυκαλίς
καυκαλίς, - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: `an umbelliferous plant, Tordylium apulum' (Thphr., Nic., Dsc., Gp.), also καῦκον (Ps.-Dsc. 2, 139) and καυκιάλης βοτάνη τις, ὁμοία κορίῳ (cod. κωρ-) H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: On - αλίς Chantraine Formation 251f. The plant was also called δαῦκος ἄγριος (Dsc. 2, 139); Strömberg Pflanzennamen 153. Further hypotheses in Nencioni Rev. degli stud. or. 19, 101f. Pre-Greek?Page in Frisk: 1,802Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καυκαλίς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δαῦκος — Cretensis masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαύκος — ο (AM δαῡκος) 1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν 2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότο αρχ. 1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί 2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο… … Dictionary of Greek
δαύκος — ο είδος φυτού, το καρότο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαῦκοι — δαῦκος Cretensis masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαύκους — δαῦκος Cretensis masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρότο — Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
δαυκί — (daucus).Φυτό που φύεται στην Κρήτη και του οποίου οι ρίζες και ο σπόρος έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Το φυτό αυτό, που ονομάζεται και δαύκος, δεν πρέπει να συγχέεται με το φυτό που είναι επιστημονικά γνωστό με την ονομασία δ. ο καρώτος ή… … Dictionary of Greek
δαυχμός — δαυχμός, ο (Α) 1. ο δαύκος 2. εύφλεκτο ξύλο δάφνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δαύκος και δάφνη] … Dictionary of Greek
δαύκειον — δαύκειον, το (Α) [δαύκος] ο δαύκος … Dictionary of Greek
δαύκον — δαῦκον, το (Α) ο δαύκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δαύκος*] … Dictionary of Greek
Морковь — Морковь … Википедия