Перевод: со всех языков на русский

δασό

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • δάσο — το βλ. δάσος …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • θαμνόφυτος — η, ο κατάφυτος από θάμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + φυτος (< φύομαι), πρβλ. δασό φυτος, πευκό φυτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • θηροκόμος — θηροκόμος, ον (Α) 1. αυτός που τρέφει και περιποιείται άγρια ζώα 2. (ειδ.) αυτός που συντηρεί καμήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + κομος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. δασο κόμος, τραπεζο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • κρύο — το (Μ κρύο) ψύχρα, ψύχος νεοελλ. φρ. α) «άρπαξα κρύο» ασθένησα λόγω κρυολογήματος, κρυολόγησα β) «έμεινε στα κρύα τού λουτρού i) εξαπατήθηκε ii) απέτυχε, ιδίως ερωτικά iii) εγκαταλείφθηκε χωρίς να ειδοποιηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κρύος (τὸ)… …   Dictionary of Greek

  • μέγεθο(ν) — μέγεθο(ν), τὸ (Μ) 1. μέγεθος 2. (ως τίτλος ή τιμητική προσηγορία) μεγαλείο, μεγαλειότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέγεθος κατά τα πολλά δευτερόκλιτα ουσιαστικά σε ο (πρβλ. και δάσο < δάσος)] …   Dictionary of Greek

  • μαγδωλοφύλαξ — μαγδωλοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) πάπ. σκοπός, φρουρός σε στρατιωτικό φυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγδωλος «φυλάκιο» + φύλαξ (πρβλ. δασο φύλαξ, λιμενο φύλαξ)] …   Dictionary of Greek

  • φωλιάζω — φώλιασα, φωλιασμένος 1. αμτβ., μένω ή βρίσκομαι σε φωλιά: Πώς να φωλιάσω, σε ξένο δάσο ν αποσυρθώ; (Γ. Βηλαράς). 2. (για πουλιά), χτίζω φωλιά και μένω σ΄ αυτή: Τα περιστέρια σου φωλιάζουν αλλού τώρα (Κ. Παλαμάς). 3. (για ζώα), βρίσκομαι σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»