-
1 δασμός
δασμός, ὁ (δαίομαι, δατέομαι), 1) Theilung, Vertheilung, Iliad. 1, 166, ἅπαξ εἰρημέν.; Hes. Th. 425. – 2) nach dem Verhältniß des Vermögens vertheilte, auferlegte Abgabe, Tribut, Steuer, Σφιγγός Soph. O. R. 36; τίνειν O. C. 635; Eur. Rhes. 435; ἀποδιδόναι, ἀποπέμπει ν, den Tribut entrichten, zahlen, Xen. Cyr 2, 4, 14. 4, 6, 9 An. 1, 1, 8 u. öfter; auch Sp., wie Plut. Thes 17.
-
2 δασμός
-
3 ἀπο-δασμός
ἀπο-δασμός, ὁ, Abtheilung, Theil, Thuc. 1, 12; χώρας ἀποδασμῷ ζημιοῠσϑαι, durch Abtretung eines Stück Landes, Dion. Hal. 3, 6. 28.
-
4 ἀνα-δασμός
ἀνα-δασμός, ὁ, Vertheilung, bes. neue V. des Landes zu gleichen Theilen (s. ἀναδαίω), γῆς, Her. 4. 163; Plat. Rep. VIII, 566 e; Dem. 24, 149, im Heliasteneid, u. sonst. Ebenso ohne γῆς, Pol. 4, 81.
-
5 ἄ-δασμος
ἄ-δασμος, tributfrei, Aesch. Edon. frg. 54.
-
6 μελί-φρων
μελί-φρων, ονος, durch Süßigkeit das Herz erfreuend; οἶνος, Il. 24, 284 Od. 7, 182; auch πυρός, σῖτος u. ὕπνος, Il. 2, 34, wie Bacchyl. Stob. fl. 55, 3; ϑυμός, Hes. Sc. 428; αἰτία, Pind. N. 7, 11; βάρβιτος, Ep. in Mus. (IX, 504); μῦϑοι, Ap. Rh. 5, 458; καρπός, 2, 1003; δασμὸς ἐρώτων, Coluth. 94. – Aber im eigtl. Sinne heißt Aristaios so, der für den Honig sorgt od. ihn erfunden hat, Ap. Rh. 4, 1132.
-
7 ἄδασμος
-
8 ἀναδασμός
ἀνα-δασμός, Verteilung, bes. neue V. des Landes zu gleichen Teilen -
9 ἀποδασμός
ἀπο-δασμός, Abteilung, Teil
См. также в других словарях:
δασμός — division of spoil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek
δασμός — ο φόρος που καταβάλλεται για εισαγόμενα ή εξαγόμενα προϊόντα: Τα κράτη της Eυρωπαϊκής Ένωσης έχουν καταργήσει τους μεταξύ τους δασμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασμοῖς — δασμός division of spoil masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμοί — δασμός division of spoil masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμοῦ — δασμός division of spoil masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμούς — δασμός division of spoil masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμῶν — δασμός division of spoil masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμῷ — δασμός division of spoil masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμόν — δασμός division of spoil masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασμολόγιο — το 1. επίσημο πίνακας ή κατάλογος στον οποίο αναγράφονται κατά κατηγορίες ή αλφαβητικά τα διάφορα εμπορεύματα και ο εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός με τον οποίο επιβαρύνονται 2. το σύστημα δασμολόγησης ή «προστατευτικό δασμολόγιο» αυτό που… … Dictionary of Greek