-
1 dantel
δαντέλα, κροσέ -
2 кружево
-
3 indentation
[inden-]1) (a V-shaped cut (in the edge or outline of an object).) οδόντωση2) (an indent.) διάστημα στην αρχή παραγράφου3) (a deep inward curve in a coastline.) δαντέλα -
4 lace
[leis] 1. noun1) (a string or cord for fastening shoes etc: I need a new pair of laces for my tennis shoes.) κορδόνι2) (delicate net-like decorative fabric made with fine thread: Her dress was trimmed with lace; ( also adjective) a lace shawl.) δαντέλα2. verb(to fasten or be fastened with a lace which is threaded through holes: Lace (up) your boots firmly.) δένω με κορδόνια -
5 кружево
[κρούζυβα] ουσ. ο. δαντέλα -
6 кружево
[κρούζυβα] ουσ ο δαντέλα -
7 заплести
-плету, -плетешь, παρλθ. χρ. заплел-плела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. -плетший τταθ. μτχ. παρλθ. χρ. -плетенный, βρ: -тен, -тена, -тено ρ.σ.μ.1. πλέκω•заплести волосы πλέ-νιω τα μαλλιά•
заплести косы πλέκω κοτσίδες•
заплести вен-ш πλέκω στεφάνια•
заплести кружево πλέκω δαντέλα.
2. τυλύγω, καλύπτω, περιβάλλω.3. °Φχίζω να πλέκω.-исьβλ. заплетаться. -
8 кружево
-а ουδ., πλθ. кружеве, кружев, -амδαντέλα. || μτφ. αντικείμενο δαντελωτό. -
9 пришить
ρ.σ.μ.1. συρράπτω, ράβω•пришить кружева к юбке ράβω δαντέλα στη φούστα.
2. στερεώνω, συνδέω, ενώνω•пришить гвоздями καρφώνω.
3. μτφ. αδικοβγάζω, συκοφαντώ, κολλώ ρετσινιά.4. (απλ.) σκοτώνω, φονεύω, κόβω το λαρύγγι. -
10 сплести
ρ.σ.μ.1. πλέκω•сплести кружево πλέκω δαντέλα•
сплести венок πλέκω στεφάνι.
2. συμπλέκω-συνδέω•сплести концы вервки συμπλέκω τις άκρες της τριχιάς.
|| περιπλέκω. || μτφ. συνυφαίνω.3. συνθέτω• κατασκευάζω-επινοώ.περιπλέκομαι. || συμπλέκομαι• τυλίγομαι. || μτφ. αλληλοσυνδέομαι, συγχωνεύομαι, ενώνομαι, ενοποιούμαι. -
11 tentene
κορδόνι, δαντέλα, σειρήτι -
12 dentelle
1) δαντέλα2) κορδόνι
См. также в других словарях:
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
δαντέλα — η (λ. γαλλ.), πλεχτό με επαναλαμβανόμενα διακοσμητικά σχέδια, από λεπτή κλωστή βαμβακερή ή μετάξινη που χρησιμοποιείται ως στόλισμα ρούχων, κουρτινών κτλ.: Οι χειροποίητες δαντέλες είναι δυσεύρετες και πανάκριβες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
γκιπούρ — το 1. δαντέλα από κλωστή ή μετάξι, χωρίς φόντο, με μεγάλους πόντους 2. δικτυωτό ύφασμα, απομίμηση δαντέλας που χρησιμοποιείται για κουρτίνες και στορ 3. σχέδιο που θυμίζει τη δαντέλα γκιπούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guipure] … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κοπανάκι — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 1.439 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 47 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Αποτελεί έδρα του δήμου Αετού. * * * και κοπανέλλι, το 1. καθένα από τα … Dictionary of Greek
δαντελένιος, -ια, -ιο — 1. φτιαγμένος από δαντέλα ή στολισμένος με δαντέλα: Δαντελένιο τραπεζομάντιλο. 2. πολύ λεπτός, ντελικάτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βολάν — το 1. ο τροχός περιστροφής στο τιμόνι του αυτοκινήτου 2. (σε γυναικεία και παιδικά ενδύματα) διακοσμητική ταινία από ύφασμα ή δαντέλα, ιδίως στο κάτω μέρος της φούστας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < γαλλ. volant] … Dictionary of Greek
δαντελωτός — ή, ό 1. όποιος είναι στολισμένος με δαντέλες ή όποιος μοιάζει με δαντέλα («δαντελωτό φόρεμα») 2. όποιος έχει περίγραμμα ίδιο με την οδοντωτή πλευρά τής δαντέλας, κυματοειδής («δαντελωτά ακρογιάλια») … Dictionary of Greek
ζαμπό — το (ενδυμ.) διακοσμητικό κομμάτι από μουσελίνα ή από δαντέλα, που στόλιζε άλλοτε το ανδρικό πουκάμισο στο στήθος ή, που σχηματίζοντας σούρα ή πλισέ, προσαρμοζόταν στο πλαστρόν τών γυναικείων φορεμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. jabot] … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek