-
1 θάλεια
A rich, plentiful,: in [dialect] Ep. always of banquets,θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ Od.8.76
, Hes.Op. 742;θεοῦ ἐς δαῖτα θάλειαν Od. 3.420
, cf. 8.99, Il.7.475; so later, Pherecr.152; πίνειν ἐν δαιτὶ θ. Hermipp.82.11;θ. ἑορτὴν ἀγάγωμεν Anacr.54
;Δαὶς θ., πρεσβίστη θεῶν S.Fr. 605
; μοῖραν θάλειαν a goodly portion, Pi.N.10.53; θ. ἥβα bloom of youth, B.3.89; without δαίς, dub. cj. for θαλάσσης in Alex. Aet.3.15: in form and accent (cf. ἐλάχεια, λίγεια and Eust.742.36) a fem. Adj., as if from θαλύς: masc.θαλείοις στέφεσιν Emp.112.6
.2 v. θαλλία 11.III as pr. n., Θάλεια, ἡ, one of the Muses, Hes.Th.77; later, the Muse of Comedy,Θαλίη AP9.505
, cf. Plu.2.744f,746c.2 one of the Graces, patroness of festive meetings, ib.778d; Θαλίη in Hes.Th. 909.IV Pythag. name for six, Theol.Ar.38. -
2 συνήορος
Aσυναείρω 11
):—poet. Adj. linked with, wedded to,ἢ [φόρμιγξ] δαιτὶ συνήορός ἐστι θαλείῃ Od.8.99
; εὐλογία φόρμιγγι ς. Pi.N.4.5; in communion with,ξυνάορον ξυναῖς γυναιξί Id.Fr.122.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνήορος
См. также в других словарях:
συνήορος — και δωρ. τ. συνάορος, ον, Α 1. ο στενά συνδεδεμένος με κάποιον 2. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) ο ή η σύζυγος β) ο αδελφός ή η αδελφή 3. μτφ. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ο σύντροφος («φόρμιγξ δαιτὶ συνήορός ἐστι θαλείῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… … Dictionary of Greek