-
1 δαιταλάομαι
δαιταλάομαι, schmausen, Lycophr. 654.
-
2 δαιταλάομαι
См. также в других словарях:
δαιταλωμένους — δαιταλάομαι feast pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 δαιταλάομαι
δαιταλάομαι, schmausen, Lycophr. 654.
2 δαιταλάομαι
δαιταλωμένους — δαιταλάομαι feast pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)