-
1 δαηρ
См. также в других словарях:
δαέρων — δᾱέρων , δαήρ Aus Lydien masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαήρ — (δαέρος), ο (Α) ο αδελφός τού συζύγου, κουνιάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαία λέξη που δηλώνει συγγένεια και που συνδέεται με αντίστοιχες ινδοευρ. λέξεις, όπως αρχ. ινδ. devar, λατ. lēvir (μεταπλασμένο κατά το vir), αρμ. taygr, λιθ. diever is,… … Dictionary of Greek