Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δίς

  • 1 дважды

    δις, διπλά, δύο φορές, διττώς.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дважды

  • 2 Twice

    adv.
    P. and V. δς.
    Twice as large as: Ar. and P. διπλσιος (gen.).
    Twice as well: P. διπλασίῳ ἄμεινον.
    Twice as great, or twice as much, adj.: P. δὶς τοσοῦτος (Thuc. 6, 37), V. δὶς τόσος.
    Twice as much, adv.: V. δὶς τόσως, Ar. διπλασίως μᾶλλον (Ar. 1578).
    Your father's house, glorious before, you have now made twice as glorious: V. πατρὸς δὲ καὶ πρὶν εὐκλεᾶ δόμον νῦν δὶς τόσως ἔθηκας εὐκλεέστεραν (Eur., Rhes. 159).
    Surely these troubles are twice as many instead of single: V. ἆρʼ ἐστι ταῦτα δὶς τόσʼ ἐξ ἁπλῶν κακά; (Soph., Aj. 277).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Twice

  • 3 Again

    adv.
    P. and V. αὖθις, πλιν, αὖθις αὖ, Ar. and V. αὖθις αὖ πλιν (Ar., Nub. 975), αὖθις παλιν (Ar., Pl. 859), μλʼ αὖθις (Ar., Nub. 670), Ar. and P. πλιν αὖ; see Afresh.
    Again (turning to a fresh point in argument, etc.): use Ar. and P. ἔτ δέ.
    Twice as much again: P. δὶς τοσοῦτος, V. δὶς τόσος; see Twice.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Again

  • 4 Many

    adj.
    P. and V. πολύς, Ar. and P. συχνός.
    Frequent: P. and V. πυκνός.
    Abundant: P. and V. ἄφθονος; see Abundant.
    Very many: P. παμπληθής, Ar. and P. πάμπολυς, P. and V. πέρπολυς.
    Countless: P. and V. ναρίθμητος, V. νριθμος, νήριθμος, μυρίος (also Plat. but rare P.).
    How many, interrog.: P. and V. πόσοι; indirect: P. and V. ὅποσοι.
    So many: P. and V. τοσοῦτοι, τοσοῖδε, V. τόσοι (rare P.).
    As many as: P. and V. ὅσοι.
    Equal in numbers to: P. ἰσοπληθής (dat.), ἰσάριθμος (dat.).
    In many ways: P. and V. πολλαχῆ, πολλαχοῦ.
    In many places: P. and V. πολλαχοῦ.
    From many places: P. πολλαχόθεν.
    To many places: P. πολλαχόσε.
    On many grounds (reasons): P. πολλαχόθεν.
    Many times: P. and V. πολλκις, θαμ, P. συχνόν, Ar. and V. πολλ; see Often.
    Twice as many: V. δὶς τόσοι, P. δὶς τοσοῦτοι.
    Many times as great: P. πολλαπλάσιος.
    Many times as great as: P. πολλαπλάσιος (gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Many

  • 5 бисировать

    бисировать
    сов и несов ἐκτελῶ δίς, μπιζάρω.

    Русско-новогреческий словарь > бисировать

  • 6 вдвое

    вдвое
    нареч δύο φορές, δίς/ στά δύο (пополам):
    \вдвое больше διπλάσια, δύο φορές περισσότερο; сложить \вдвое διπλώνω στά δύο.

    Русско-новогреческий словарь > вдвое

  • 7 год

    год
    м
    1. (промежуток времени) ὁ χρόνος, ἡ χρονιά, τό ἐτος:
    текущий \год τό τρέχον ἐτος, ὁ φετεινός χρόνος· бюджетный \год τό οίκονομικόν ἔτος· учебный \год τό σχολικόν ἔτος, ἡ σχολική χρονιά· високосный \год τό δίσεκτο ἐτος· урожайный \год χρόνος πλούσιας σοδειάς· времена \года οἱ ἐποχές τοῦ ἐτους' \год рождения χρόνος γέννησης, ἐτος γεννήσεως· \год смерти ἡ ἡμερομηνία θανάτού ему́ три \года εἶναι τριῶν χρονῶν (ἐτῶν)· ему́ шестнадцатый \год εἶναι δεκαέξη χρονών (ἐτών), περπατά στά δεκάξη· в будущем \году́ τοῦ χρόνου, στό ἐπόμενο ἐτος· в прошлом \году́ πέρυσι, πέρσι, τόν περασμένο χρόνο, τό παρελθόν ἐτος· в позапрошлом \году́ πρόπερσι, τό προπαρελθόν ἔτος· Два \года тому́ назад δυό χρόνια πρίν, πρό δυό ἐτῶν два \года спустя μετά ἀπό δυό χρόνια· через \год μετά ἀπό ἕνα χρόνο· около \года ἕνα χρόνο περίπού два раза в \год δυό φορές τό χρόνο, δίς τοῦ ἐτους' из \года в \год κάθε χρόνο· \год от \году ἀπό χρονιά σέ χρονιά· \год за \годом κάθε χρόνο· за \год до... ἕνα χρόνο πρίν...· в течение \года μέσα στό χρόνο, στή διάρκεια τοῦ ἔτους· по истечении \года μετά παρέλευσιν ἐτους· с этого \года ἀπό φέτος, ἀπό τούτη τή χρονιά· в том же \году́ τόν ίδιο χρόνο, τό ἰδιο ἔτος· около \года ἕνα χρόνο περίπου· за (один) \год μέσα σ' ἕνα χρόνο, στή διάρκεια ἐνός ἔτοῦς·
    2. \год||ы мн. (эпоха, период времени) τά χρόνια, ὁ καιρός:
    детские \годы τά παιδικά χρόνια· двадцатые \годы τά χρόνια 20-30, ἡ τρίτη δεκαετηρίδα· люди сороковых \годо́в ἡ γενιά τοῦ σαράντα·
    3. \год||ы мн. (возраст) ἡ ήλικία, τά χρόνια:
    он в \годах εἶναι ἡλικιωμένος· в мой \годы στήν ἡλικία μου, στά χρόνια μου· ◊ Новый \год τό νέον ἔτος, ὁ καινούριος χρόνος, ἡ πρωτοχρονιά· с Новым \годом! Καλή χρονιά!, Καλή πρωτοχρονιά!, εὐτυχές τό Νέον ἔτος!· кру́г-лый \год ὁλοχρονίς, ὅλο τό χρόνο· без \году неделя разг, ар он. πολύ λίγο διάστημα.

    Русско-новогреческий словарь > год

  • 8 дважды

    дважды
    нареч δυό φορές, δις:
    я был у нее \дважды πήγα καί τήν είδα δυό φορές· \дважды два \дважды четыре δυό καί δυό \дважды τέσσερα.

    Русско-новогреческий словарь > дважды

  • 9 сплошной

    сплошн||ой
    прил ὁλοκληρωτικός, καθολικός, γενικός:
    \сплошной гул ὁ συνεχής βόμβος· \сплошнойа́я электрификация ὁ γενικός ἐξηλεκτρισμός· \сплошной лес ἀτέλειωτο δάσος· ◊ \сплошной вздор ἀνοησίες ἀπ' τήν ἀρχή δις τό τέλος· \сплошной вымысел καθαρή ἐπινόηση

    Русско-новогреческий словарь > сплошной

  • 10 twice

    1) (two times: I've been to London twice.) δύο φορές, δις
    2) (two times the amount of: She has twice his courage.) διπλάσιος
    3) (two times as good etc as: He is twice the man you are.) δύο φορές
    - think twice about doing something
    - think twice about something

    English-Greek dictionary > twice

  • 11 бис

    επιφ.
    όλο, ξανά, πάλι, δις (για ηθοποιούς, καλλιτέχνες).

    Большой русско-греческий словарь > бис

  • 12 вдвое

    επίρ.
    δυο φορές, δις•

    вдвое больше δυο φορές περισσότερο•

    вдвое меньше δυο φορές λιγότερο.

    || στα δυο, διπλά•

    сложить листок бумаги вдвое διπλώνω το φύλλο χαρτιού στα δυο.

    Большой русско-греческий словарь > вдвое

  • 13 вторичный

    επ.
    1. δεύτερος, γινόμενος για δεύτερη φορά, δις•

    -ое извещение δεύτερη ειδοποίηση• δεύτερο ειδοποιητήριο.

    2. δευτερεύων, δεύτερος (αντών. του πρωταρχικού).
    3. δευτερεύουσας σημασίας, δευτερεύων.

    Большой русско-греческий словарь > вторичный

  • 14 повторно

    επίρ.
    επανειλημμένα δις.

    Большой русско-греческий словарь > повторно

  • 15 Every

    adj.
    P. and V. πᾶς, ἕκαστος.
    At every tenth battlement were large towers: P. διὰ δέκα ἐπάλξεων πύργοι ἦσαν μεγάλοι (Thuc. 3, 21).
    Twice every year: P. δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ.
    Every fifth year: P. διʼ ἐνιαυτοῦ πεμπτοῦ, Ar. διʼ ἔτους πεμπτοῦ (Pl. 584).
    Every day, adv.: P. and V. καθʼ ἡμέραν, V. κατʼ ἧμαρ; see daily; as adj., ordinary: see Ordinary.
    Of every kind, adj.: P. and V. παντοῖος, Ar. and P. παντοδαπός.
    Every time that, as often as: P. ὁσάκις.
    Every time: Ar. and P. ἑκάστοτε.
    In every way: P. and V. πανταχῆ, P. πανταχῶς.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Every

  • 16 Fatally

    adv.
    In reference to wounding, striking, etc.: V. καιρίως.
    Strike fatally: P. θανασίμως τύπτειν.
    It ( the plague) did not fatally attack the same person twice: P. δὶς τὸν αὐτὸν ὥστε καὶ κτείνειν οὐκ ἐπελάμβανε (Thuc. 2, 51).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fatally

  • 17 Fourteen

    adj.
    V. τεσσαρεσκαίδεκα, V. δὶς ἕπτα (Eur., H.F. 1327).
    Fourteen years old: P. τετρακαιδεκέτις (with fem. subs.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fourteen

  • 18 Much

    adj.
    P. and V. πολύς, Ar. and P. συχνός.
    Abundant: P. and V. ἄφθονος; see Abundant.
    Frequent: P. and V. πυκνός.
    Countless: V. μυρίος (also Plat. but rare P.).
    So much: P. and V. τοσοῦτος, τοσόσδε, V. τόσος (rare P.).
    How much, interrog.: P. and V. πόσος; indirect; P. and V. ὅσος, ὅποσος.
    Too much: P. and V. περισσός; see Excessive.
    Twice as much: V. δὶς τόσος; see Twice.
    Four times as much: P. τετράκις τοσοῦτος (Plat., Meno. 83B).
    ——————
    adv.
    P. and V. πολύ, Ar. and V. πολλά.
    Exceedingly: P. and V. σφόδρα, Ar. and V. κάρτα (rare P.).
    With comparatives: P. and V. πολύ, πολλῷ.
    Too much: see Excessively.
    Make much of, consider important, v.: P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι (acc.); see Value.
    Make much of ( a person): Ar. and P. θεραπεύειν (acc.); see Flatter.
    So much: P. and V. τοσοῦτον, τοσοῦτο, τοσόνδε.
    With comparatives: P. and V. τόσῳ (rare P.), τοσούτῳ, τοσῷδε.
    So much for that: P. and V. τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, P. ταῦτα μὲν οὖν οὕτω, περὶ τούτων τοσαῦτα εἰρήσθω, Ar. καὶ ταῦτα δὴ ταῦτα, V. τούτων μὲν οὕτως, τοιαῦτα μὲν τάδʼ ἐστί.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Much

  • 19 Outweigh

    v. trans.
    See Exceed.
    Be considered more important: use P. περὶ πλείονος νομίζεσθαι.
    Such a visitation of misfortune has come upon them as doubly to outweigh these ( disasters): V. τοιάδʼ ἐπʼ αὐτοὺς ἦλθε συμφορὰ πάθους ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ (Æsch., Pers. 436).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Outweigh

  • 20 Year

    subs.
    P. and V. ἔτος, τό, ἐνιαυτός, ὁ; see Season.
    A year old, adj.: P. ἐνιαύσιος.
    Lasting a year: P. and V. ἐνιαύσιος, ἐτήσιος, P ἐπέτειος (Dem. 651). V. ἔτειος.
    This year: use adv., Ar. τῆτες.
    Last year: use adv., Ar. and V. πέρυσι(ν).
    Of last year, adj.: Ar., and P. περυσινός.
    The year before last: use adv., P. προπέρυσι(ν).
    Every year: P. κατὰ ἔτος ἕκαστον, κατʼ ἐνιαυτόν, V. πᾶν ἔτος.
    Twice a year: V. δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ.
    In a space of ten years: V. δεκασπόρῳ χρόνῳ (Eur., Tro. 20).
    A space of ten years.: P. χρόνος δεκαέτηρος, ὁ (Plat.).
    Having been a year gone: V. ἐνιαύσιος βεβώς (Soph., Trach. 165).
    Saved after many years: V. πολυετὴς σεσωσμένος (Eur., Or. 473).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Year

См. также в других словарях:

  • Δις — Δίς, ο (Α) αρχαία ονομαστική αντί Ζευς …   Dictionary of Greek

  • δίς — twice indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δις — (I) (AM δίς) επίρρ. δύο φορές αρχ. 1. (με το τόσος ή αριθμητ.) διπλάσιος, δύο φορές τόσος, άλλος τόσος («ἀρ ἔστι ταῡτα δὶς τόσ ἐξ ἁπλῶν κακά», Σοφ. Αίας) 2. φρ. α. «ἐς δὶς» δύο φορές β. «δὶς διὰ πασῶν» είδος αρμονίας στη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • -δις — (II) δις (Α) αχώριστο επίθημα που δηλώνει κίνηση σε τόπο (σε μερικές μόνο λέξεις) («ἄλλυδις, οἴκαδις, χαμάδις») …   Dictionary of Greek

  • Δὶς κράμβη ϑάνατος. — δὶς κράμβη ϑάνατος. См. Пета бяху стара песня! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Δὶς παῖδες οἱ γέροντες. — См. Стар да мал дважды глуп …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁ γέρων δὶς παῖς γίγνοιτ’ἄν. — ὁ γέρων δὶς παῖς γίγνοιτ’ἄν. См. Стар да мал дважды глуп …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • κλωπηδίς — (Α) επίρρ. με κλοπιμαίο τρόπο, κλοπιμαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ, ωπός + κατάλ. η δίς (το η από αναλογία προς τα αιφνη δίς, λαθρη δίς). Η επιρρμ. κατάλ. δίς είναι δηλωτική τού τρόπου] …   Dictionary of Greek

  • Olympiakos Nicosia — Not to be confused with Olympiacos CFP, the sports club based in Greece Olympiakos Nicosia Full name Ολυμπιακός Λευκωσίας Olympiakos Lefkosias Nickname(s) …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»