-
1 Δίρκη
-
2 Δίρκη
Δίρκη, ης, ἡ Dirce, wife of the Theban king Lycus; she was dragged to death by a wild bull. Pl. (with Δίρκαι=people like Dirce cp. Themist., Or. 285c … Τιμάιους, Δικαιάρχους=men like Timaeus, Dicaearchus; Himerius, Or. [Ecl.] 5, 24 Θησεῖς κ. Κόδροι; schol. on Plato, Tht. 169b; Synesius, Calvit. 21 p. 85b) of Christian women who were martyred 1 Cl 6:2; s. Δαναί̈δες (cp. Diod S 14, 112, 1 τραγικήν τινα τιμωρίαν λαμβάνειν=receive a punishment of the kind found in tragedy). Kl. Pauly II 99. -
3 Δίρκῃ
Βλ. λ. Δίρκη -
4 Δίρκαι
Δίρκηfem nom /voc plΔίρκᾱͅ, Δίρκηfem dat sg (doric aeolic) -
5 Δίρκην
Δίρκηfem acc sg (attic epic ionic) -
6 Δίρκης
Δίρκηfem gen sg (attic epic ionic) -
7 Δίρκα
Δίρκᾱ, Δίρκηfem nom /voc /acc dualΔίρκᾱ, Δίρκηfem nom /voc sg (doric aeolic)——————Δίρκαι, Δίρκηfem nom /voc plΔίρκᾱͅ, Δίρκηfem dat sg (doric aeolic) -
8 Δίρκας
Δίρκᾱς, Δίρκηfem acc plΔίρκᾱς, Δίρκηfem gen sg (doric aeolic) -
9 Δίρκαν
Δίρκᾱν, Δίρκηfem acc sg (doric aeolic) -
10 ναρός
-
11 διρκαία
Grammatical information: f.Other forms: δίρκαιον n. (Ps.-Dsc.) = δαῦκος (s. v.) and στρύχνον ὑπνωτικόν, `Withania somnifera'; δίρκος m. `seed of pine' (Paus. Gr.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Acc. to Dsc. 4, 75 the plant was called after the sorceress Circe (" ἐπειδη δοκεῖ ἡ ῥίζα φίλτρων εἶναι ποιητική"). We do not know which of the two forms is original. διρκαι- may be from the source Δίρκη. S. Strömberg Pflanzennamen 93 and 152. Fur. 255 points to the Pre-Greek names in - αιο-.Page in Frisk: 1,398Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διρκαία
См. также в других словарях:
Δίρκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίρκῃ — Δίρκη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίρκη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος του βασιλιά της Θήβας, Λύκου. Η Δ. κράτησε αιχμάλωτη για πολλά χρόνια την ερωμένη του Δία, Αντιόπη, μητέρα των διδύμων Αμφίονος και Ζήθου, που είχαν αφεθεί νεογέννητοι στον Κιθαιρώνα και τους ανέθρεψαν βοσκοί.… … Dictionary of Greek
Δίρκαι — Δίρκη fem nom/voc pl Δίρκᾱͅ , Δίρκη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Дирке — (Δίρκη) дочь Гелиоса, вторая жена Лика, сына Гириея. Ее судьбу см. Амфион и Антиопа … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Δίρκην — Δίρκη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίρκης — Δίρκη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμφίων — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Δία και της Αντιόπης, σύζυγος της Νιόβης. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Ζήθο στον Κιθαιρώνα, όπου τους βρήκαν και τους μεγάλωσαν βοσκοί της περιοχής.… … Dictionary of Greek
δρακοντόβοτος — δρακοντόβοτος, ον (Α) φρ. «δρακοντόβοτος Δίρκη» η Δίρκη στην οποία τρέφονται δράκοντες … Dictionary of Greek
Αντιόπη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ηρωίδα του μυθολογικού κύκλου της αρχαίας Θήβας, κόρη του βοιωτικού ποταμού Ασωπού ή του Νυκτέα. Επειδή φοβόταν την πατρική οργή μετά τους έρωτές της με τον Δία, κατέφυγε στον βασιλιά της Σικυώνας Επωπέα, που την… … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek