Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δίνω+τον

  • 1 тон

    -а, πλθ. тона κ. тоны α.
    1. (μουσ. κ. φυσ.) τόνος• ήχος• φθόγγος•

    низкий тон χαμηλός τόνος•

    -ие -а υψηλοί τόνοι.

    2. (μουσ.) το μεταξύ δυο φθόγγων κανονικό διάστημα.
    3. βλ. тональность• мажорный тон ο τόνος ματζόρε•

    минорный тон ο τόνος μινόρε.

    4. ο χαρακτήρας, η χροιά ήχου, φωνής•

    чистый тон музыкального инструмента καθαρός ήχος μουσικού οργάνου.

    5. ο τόνος ομιλίας, ύφος λόγου•

    повелительный тон προστακτικός τόνος.

    || στυλ λόγου ή έργου•

    полемический тон πολεμικός τόνος.

    || χαρακτήρας, τρόπος (συμπεριφοράς, ζωής κλπ.).
    6. χρώμα, χρωματισμός• απόχρωση•

    светлые -ы οι φωτεινοί τόνοι των χρωμάτων, τα φωτεινά χρώματα.

    εκφρ.
    в тон – ομοιοχρωμία, ομοχρωμία•
    в тон (говорить сказать) – με φυσικό τόνο (λέγω, μιλώ)•
    под тон – στον ίδιο τόνο (στυλ, πνεύμα)•
    -ом выше (говорить, сказать) – με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής (μιλώ, λέγω)•
    -ом ниже (говорить, сказать) – με χαμηλό τόνο (μιλώ, λέγω)•
    задавать тонπαλ. σοβαρεύομαι, παίρνω σοβαρό ύφος• περηφανεύομαι•
    задать (дать) тон – α) μουσ. δίνω τόνο, βάση (για έναρξη τραγουδιού), β) δίνω κατεύθυνση, πορεία: дать тон собранию δίνω τον τόνο στη συνέλευση, γ) δείχνω το παράδειγμα•
    повысить – υψώνω τον τόνο της φωνής•
    сбавить (снизить, понизить) тон – χαμηλώνω τον τόνο της φωνής•
    попасть в тон – λέγω ή πράττω κάτι πετυχημένα, βαρώ στο ψητό.

    Большой русско-греческий словарь > тон

  • 2 задать

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. дать)
    1. δίνω• βάζω•

    задать работу δίνω δουλειά•

    задать задачу δίνω πρόβλημα•

    задать вопрос βάζω ερώτηση•

    -уроки δίνω κατ οίκον εργασία (σπιτική δουλειά) προφορική ή γραπτή•

    задать бал δίνω χορό•

    задать страх ενσπείρω το φόβο•

    задать головомойку δίνω (βάζω) κατσάδα•

    задать загадку βάζω αίνιγμα.

    || τιμωρώ•

    я ему задам θα του τις δώσω (βρέξω), θα τις φάει.

    2. δίνω τροφή στα ζώα•

    овса лошади δίνω βρώμη στο άλογο.

    εκφρ.
    задать жару – α) δίνω κατσάδα, τράκο• περιαρπάζω, β) επιφορτίζω, παραφορτώνω•
    задать перцу кому – βάζω πόστα, στολίζω, δίνω την παπάρα•
    задать тон – δίνω τον τόνο ή το παράδειγμα.
    1. προτίθεμαι, βάζω, καθορίζω•

    задать целью изучить русский язык βάζω για σκοπό (σκοπεύω) να μάθω τη ρωσική γλώσσα.

    2. συμβαίνω, λαμβάνω χώ-ραν, τυχαίνω, λαχαίνω.
    3. στέργω, ευδοκώ.

    Большой русско-греческий словарь > задать

  • 3 определить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. καθορίζω, προσδιορίζω•

    определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•

    обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.

    || κάνω διάγνωση•

    определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.

    (μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•

    определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.

    || διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,
    2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•

    определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.

    3. σημειώνω, διαγράφω•

    определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.

    4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.
    5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•

    его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•

    отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.

    1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•

    характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.

    2. προσανατολίζομαι.
    3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•

    -в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•

    определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•

    определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).

    Большой русско-греческий словарь > определить

  • 4 предоставлять

    предоставлять
    несов
    1. (давать) παρέχω, δίνω, χορηγώ, παραχωρώ:
    \предоставлять комнату кому́-л. δίνω δωμάτιον σέ κάποιον \предоставлять возможность δίνω τήν δυνατότητα· \предоставлять слово докладчику δίνω τόν λόγον στον ὀμιλητήν \предоставлять отпуск παρέχω ἄδεια· \предоставлять в распоряжение θέτω εἰς τήν διάθεσιν \предоставлять кому́-л. полную свободу действий δίνω ἀπόλυτη ἐλευθερία δράσης σέ κάποιον
    2. (давать возможность, позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω· ◊ \предоставлять кого́-л. самому себе ἐγκαταλείπω κάποιον στήν τύχη του.

    Русско-новогреческий словарь > предоставлять

  • 5 задавать

    задавать
    несов
    1. (поручить выполнить) δίνω, βάζω, ἀναθέτω:
    \задавать урок βάζω μάθημα· \задавать работу ἀναθέτω δουλειά·
    2. (причинять):
    \задавать страху кому́-л. φοβερίζω (или τρομάζω) κάποιον \задавать встрепку кому-л. βάζω κατσάδα, κατσαδιάζω κάποιον; μαλώνω κάποιον ◊ \задавать ко́рму δίνω ταγή, δίνω φορβήν \задавать загадку βάζω αίνιγμα· \задавать вопрос ὑποβάλλω ἐρώτημα· \задавать тон δίνω τόν τόνον.

    Русско-новогреческий словарь > задавать

  • 6 долг

    -а (-у), προθτ. о долге, в долгу, πλθ. долги.
    1. καθήκον, χρέος, υποχρέωση•

    перед родиной το καθήκον προς την πατρίδα•

    чувство -а συναίσθηση του καθήκοντος•

    долг исполнить свой долг κάνω το καθήκον μου•

    считаю своим -ом θεωρώ καθήκον μου•

    нарушить свой -παραμελώ το καθήκον μου•

    защита отечества священный долг η υπεράσπιση της πατρίδας είναι ιερό καθήκον•

    человек -а άνθρωπος του καθήκοντος•

    по -у службы εκτελώντας το υπηρεσιακό καθήκον.

    2. οφειλή, χρέος•

    отдать долг δίνω πίσω το χρέος•

    получать долг παίρνω το χρέος•

    брать в -у χρεώνομαι, δανείζομαι•

    погашать -ξοφλώ το χρέος•

    сделать долг χρεώνομαι•

    неотложные -и μικρά χρέη άμεσης εξόφλησης•

    уплатить -и ή разделаться с -ами ξοφλώ τα χρέη.

    εκφρ.
    первым -ом – στην πρώτη σειρά, πριν απ' όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτο καθήκον•
    в -у – δανεικά• (быть) в -у у кого ή перед кем έχω υποχρέωση, είμαι υποχρεωμένος ίσε κάποιονί•
    войти ή влезть, залезть в -и – μπαίνω σε χρέη, χρεώνομαι•
    жить в долг – ζω με δανεικά•
    не ос-тоться в -у – θα το ξεπλερώσω, ό,τι μου έκανε θα του κάνω, θα πάθει•
    в -ах по уши ή по горло – είμαι χρεωμένος ως τ' αυτιά, ως τό λαιμό, είμαι πνιγμένος στά χρέη•
    отдать последний долг – πηγαίνω στην κηδεία, αποχαιρετώ το νεκρό, δίνω τον τελευταίο ασπασμό.

    Большой русско-греческий словарь > долг

  • 7 сума

    θ.
    1. παλ. σάκκος, σακκίδιο, η τσάντα•

    охотничья сума το κυνηγετικό σακκίδιο.

    2. ζητανιά, επαιτεία•

    ходить с -ой γυρίζω ζητιανεύοντας, επαίτης, διακονιά•

    пустить с -ой δίνω τον τορβά να διακονέψει, φτωχαίνω κάποιον•

    дойти до -ы φτάνω στο σημείο να πάρω τον τορβά (να ζητιανέψω).

    Большой русско-греческий словарь > сума

  • 8 тон

    тон
    м
    1. ὁ τόνος, τό ὕφος:
    низкий \тон ὁ χαμηλός τόνος· говорить мягким \тонομ μιλώ μέ μαλακό ὕφος' говорить нежным \тоном γλυκομιλῶ· говорить повелительным \тоном μιλῶ μέ ἐπιτακτικό τόνο·
    2. ἡ ἀπόχρωση [-ις], ὁ τόνος χρώματος:
    светлые \тона́ τά ἀνοιχτά χρώματα· быть в \тон ταιριάζω, πηγαίνω· ◊ дурной \тон ἡ ἀγένεια, ἡ ἀπρέπεια, τό ἀγροϊκον хороший \тон ἡ εὐγένεια, ἡ εὐπρέπεια· задавать \тон δίνω τόν τόνο· переменить \тон ἀλλάζω ὕφος· попасть в \тон βρίσκω τήν κατάλληλη νότα· повышать,\тон ἀρχίζω νά φωνάζω, ἀγριεύω.

    Русско-новогреческий словарь > тон

  • 9 pitch

    I 1. [pi ] verb
    1) (to set up (a tent or camp): They pitched their tent in the field.) στήνω
    2) (to throw: He pitched the stone into the river.) πετώ
    3) (to (cause to) fall heavily: He pitched forward.) πέφτω/ρίχνω
    4) ((of a ship) to rise and fall violently: The boat pitched up and down on the rough sea.) σκαμπανεβάζω
    5) (to set (a note or tune) at a particular level: He pitched the tune too high for my voice.) δίνω τον τόνο
    2. noun
    1) (the field or ground for certain games: a cricket-pitch; a football pitch.)
    2) (the degree of highness or lowness of a musical note, voice etc.)
    3) (an extreme point or intensity: His anger reached such a pitch that he hit her.)
    4) (the part of a street etc where a street-seller or entertainer works: He has a pitch on the High Street.)
    5) (the act of pitching or throwing or the distance something is pitched: That was a long pitch.)
    6) ((of a ship) the act of pitching.)
    - pitcher
    - pitched battle
    - pitchfork
    II [pi ] noun
    (a thick black substance obtained from tar: as black as pitch.) πίσσα
    - pitch-dark

    English-Greek dictionary > pitch

  • 10 set the pace

    (to go forward at a particular speed which everyone else has to follow: Her experiments set the pace for future research.) δίνω τον ρυθμό

    English-Greek dictionary > set the pace

  • 11 дворянство

    ουδ. η ευγένεια, η τάξη των ευγενών. || οι ευγενείς, οι ευπατρίδες•

    предводитель -ва αρχιγέτης ευγενών•

    уездное οι ευγενείς επαρχίας•

    русское дворянство οι ευγενείς της Ρωσίας.

    || τίτλος ευγένειας•

    пожаловать кому-н. дворянство κηρύσσω ευγενή κάποιον, δίνω τον τίτλο ευγενείας.

    Большой русско-греческий словарь > дворянство

  • 12 давать

    дава||ть
    несов
    1. δίνω, δίδω/ χορηγώ (предоставлять):
    \давать есть δίνω νά φάει· \давать пить ποτίζω, δίνω νά πιεί· \давать лекарство δίνω τό φάρμακο· \давать расписку ὑπογράφω ἀπόδειξη· \давать взаймы δίνω δανεικά· \давать напрокат δίνω μ' ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον \давать слово а) δίνω τό λόγο (σέ συνέλευση) (на собрании), б) δίνω τό λόγο μου (обещать)· \давать отсрочку δίνω ἀναβολή·
    2. (позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω:
    \даватьйте я вам помогу́ ἐπιτρέψατε μου νά σας βοηθήσω· не \давать говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει· ◊ \давать дорогу ἀφήνω νά περάσει, παραμερίζω γιά νά περάσει κάποιος· \давать телеграмму στέλνω τηλεγράφημα· \давать залп ρίχνω ὀμο-βροντία· \давать клятву ὁρκίζομαι, δίνω ὀρκο· \давать обещание δίνω ὑπόσχεση·\давать повод δίνω ἀφορμή· \давать понять δίνω νά ἐννοήσει, δίνω νά καταλάβει· \давать начало чему́-л. ἀρχίζω κάτι, κάνω τήν ἀρχή· \давать бой δίνω μάχη· \давать отпор кому́-л. ἀποκρούω, ἀντιμετωπίζω κάποιον \давать ход делу а) βάζω μπρος (или ἀναπτύσσω) μιά δουλειά, б) юр. ἐγείρω, ἀνακινῶ μιά ὑπόθεση· \давать доход δίνω κέρδος, ἀποδίδω ὀφελος· \давать урожай φέρνω ἐσοδεία· \давать показания κάνω κατάθεση, καταθέτω· \давать звонок χτυπώ τό κουδούνι· \давать знак κά(μ)νω σινιάλο· \давать знать είδοποιῶ, γνωστοποιώ· \давать плоды прям., перен καρποφορώ, δίνω καρπό· \давать отчет δίνω λογαριασμό· \давать течь а) ἀρχίζω νά στάζω (о крыше), б) κάνω νερά (о судне)· \давать трещину ραγίζω· \давать себе труд κάνω τόν κόπο· \давать во́лю своему́ гневу ἀφήνω νά ξεσπάσει ὁ θυμός μου· сколько лет вы ему дадите? πόσων χρονῶν λέτε πώς εἶναι;· я бы многое дал, чтобы... καί τί δέν θἄδινα γιά νά...· я тебе дам! (угроза) θά σέ κανονίσω!, θά σοῦ δείξω!· \даватьй (\даватьйте) играть ἄντε (или ἔλα, ἐλάτε) νά παίξουμε· а он \даватьй кричать! κι αὐτός ἐβαλε τίς φωνές!· а он \даватьй бежать! τότε αὐτός τό Εβαλε στά πόδια! даваться несов
    1. (удаваться) κατορθώνω, ἐπιτυγχάνω, καταφέρνω:
    ему́ все легко́ дается αὐτός ὅλα τά καταφέρνει εὐκολα· физика ему́ не дается αὐτός δυσκολεύεται στή φυσική·
    2. (дать поймать себя) πιάνομαι:
    не \давать в обман δέν ἀφήνω νά μέ γελάσουν.

    Русско-новогреческий словарь > давать

  • 13 выдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, προστκ. выдай, ρ.σ.μ.
    1. δίνω•

    выдать деньги δίνω χρήματα•

    выдать аванс, удостоверение δίνω προκαταβολή, πιστοποιητικό.

    || παραδίνω•

    выдать преступника παραδίνω τον εγκληματία.

    || παντρεύω•

    ее -ли за богатого человека την πάντρεψαν με (σε) πλούσιο,

    2. αποκαλύπτω, φανερώνω• προδίνω.
    3. καμώνομαι, προσποιούμαι•

    выдать себя за ученого κάνω τον επιστήμονα.

    4. εξάγω, βγάζω•

    выдать нефт сверх плана δίνω πετρέλαιο πάνω από το πλάνο.

    5. (παλ.) εκδίδω (βιβλίο, έργο).
    (με την αντων. себя) προδίνω τον εαυτό μου•

    выдать себя προδίνομαι μόνος μου.

    || παρουσιάζω•

    выдать черное за бе-лсю παρουσιάζω το μαύρο για άσπρο.

    εκφρ.
    не выдай – μη με φέρεις σε δύσκολη θέση.
    1. εξέχω, προεξέχω, προέχω, ξεπέχω.
    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. εξευρίσκομαι, βρίσκομαι, συμβαίνω, συμπίπτω•

    -лось несколько часов свободного времени βρέθηκαν μερικές ώρες ελεύθερες•

    как только -лся случай μόλις δόθηκε η ευκαιρία.

    εκφρ.
    выдать в кого – μοιάζω του•
    характер -лся в деда – ο χαρακτήρας έμοιασε τού παππού.

    Большой русско-греческий словарь > выдать

  • 14 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 15 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 16 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 17 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 18 слово

    слов||о
    с
    1. в разн. знач. ἡ λέξη [-ις], ὁ λόγος:
    ласковые \словоа τά χαϊδευτικά λόγια, τά γλυκόλογα· оскорбительные \словоа οἱ ὑβριστικοί λογοι· э́то пустые \словоа, одни \словоа (εἶναι) κούφια λόγια, (εἶναι) μόνο λογια· дар \словоа τό χάρισμα τής εὐγλωττίας· свобода \словоа ἡ ἐλευθερία τοῦ λογού· игра слов τό λογοπαίγνιο· давать честное \слово δίνω λογον τιμής· сдержать \слово κρατώ (τηρῶ) τόν λόγο μου, τήν ὑπό-σχεσή μου· поверить на \слово πιστεύω στά λογια· перейти от слов к делу περνώ ἀπό τά λογια στήν πράξη· бросить \словоа на ветер ρίχνω λόγια στον ἀέρα· мие ну́жно сказать вам два \словоа ἔχω νά σᾶς πῶ δυό λογια· он ему́ не сказал и и \словоа δέν τοῦ είπε λέξη· он не проронил ни \словоа δέν ἔβγαλε κουβέντα· повторить \слово в \слово ἐπαναλαμβάνω λέξη προς λέξη, ἐπαναλαμβάνω ἐπί λέξει· переводить \слово в \слово μεταφράζω κατά λέξιν передать на \словоа́х μεταδίδω προφορικά· он за \словоом в карман не полезет разг ἐχει ἐτοιμη τήν ἀπάντηση· одни́м \словоом μέ δυό λόγια· \слово за \слово разг ἀπό λόγο σέ λόγο· другими \словоами μέ αλλα λόγια· со слов, по \словоа́м κατα ?α λεγόμενα· не нахожу слов... δε βρισκω λόγια...· слов нет разг χωρίς συζήτηση· понимать друг друга без слов συνεννοούμαστε χωρίς πολλές κουβέντες· к \словоУ (сказать) разг ἐπάνω σ' αὐτό, σχετικά μ' αὐτο· по последнему \словоу (науки, техники) μέ τήν τελευταία λέξη·
    2. (речь, выступление) ὁ λόγος, ἡ δημη-γορία, ἡ ἀγόρευση [-ις]; приветственное \слово χίΗ'^τι?ΤΓ'ίΡιος λόγος· заключительное \слово *· ЯН1 ια τοδ κλεισίματος· предоставлять (брать).. δίνω (λαμβάνω или παίρνω) τον λόγο· просить \словоа ζητώ νά μιλήσω, ζητβ τόν λόγο· лишать \словоа ἀφαιρώ τόν λόγο· выступить с кратким \словоом ἐκφωνδ σύντομο λόγο· ◊ \слово не воробей, вылетит не поймаешь погов. σοῦ ξέφυγε ἡ κοοβεντα πίσω δέν ΎΟρίζει.

    Русско-новогреческий словарь > слово

  • 19 наградить

    -разку, -радишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. награжденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. ανταμείβω, επιβραβεύω (για έργο ή πράξη) δίνω, απονέμω βραβείο, βραβεύω•

    орденом παρασημοφορώ.

    || εκφράζω ευγνωμοσύνη•

    наградить улыбкой χαμογελώ από ευγνωμοσύνη•

    взглядом ρίχνω ματιά ευγνωμοσύνης.

    2. προικίζω, δίνω σαν προίκα. || μτφ. χαρίζω• εμπλουτίζω•

    природа его -ла талантом η φύση τον προίκισε με ταλέντο.

    3. (με κακή σημασία)• ανταποδίνω, πληρώνω•

    наградить оплеухой δίνω για ανταμοιβή ένα χαστούκι•

    наградить пинком δίνω για αμοιβή μια κλωτσιά.

    Большой русско-греческий словарь > наградить

  • 20 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

См. также в других словарях:

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • εκδίδω — (AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω) 1. συλλαμβάνω εγκληματία και τόν παραδίδω στις αρχές τού κράτους του για να δικαστεί εκεί 2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα 3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… …   Dictionary of Greek

  • αφορίζω — (AM ἀφορίζω) [ορίζω] αποκόπτω κάποιον πιστό από το σώμα της Εκκλησίας νεοελλ. Ι. (η μτχ. παθ. παρακμ.) αφορισμένος και αφορεσμένος, η, ο 1. αυτός που έχει αφοριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές 2. ο καταραμένος 3. αισχρός, διεστραμμένος αρχ. Ι.1 …   Dictionary of Greek

  • επιφημίζω — ἐπιφημίζω (AM) μσν. επευφημώ, ζητωκραυγάζω 2. διαδίδω φήμες 3. ανακηρύσσω με βοή αρχ. 1. προφέρω δυσοίωνες λέξεις για το μέλλον, προφητεύω κακά («ἰόντος αὐτοῡ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι, δίνω τον λόγο μου («κείνω… …   Dictionary of Greek

  • κατακελεύω — (Α) 1. επιβάλλω σιωπή 2. διατάσσω 3. (για τον κελευστή) δίνω τον ρυθμό τής κωπηλασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κελεύω «διατάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ανθορίζω — ἀνθορίζω (Μ) ορίζω κάτι με αντίθετο τρόπο, δίνω τον αντίθετο ορισμό σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • επιγαμβρεύω — ἐπιγαμβρεύω (AM) δίνω τον νεώτερο αδελφό ως σύζυγο στη χήρα τού μεγαλύτερου αδελφού αρχ. 1. γίνομαι γαμπρός κάποιου 2. γίνομαι πεθερός, κάνω γαμπρό 3. μέσ. συμπεθερεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γαμβρεύω (< γαμβρός)] …   Dictionary of Greek

  • συναναιρώ — έω, Α 1. σηκώνω κάποιον με τη βοήθεια άλλου 2. φονεύω κάποιον μαζί με άλλον ή καταστρέφω κάτι μαζί με κάτι άλλο 3. καταστρέφω εντελώς («τὴν ὑπάρχουσαν εὐδαιμονίαν συνανεῑλες», Iσοκρ.) 4. (το παθ.) συναναιρούμαι, έομαι καταστρέφομαι συγχρόνως ή… …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»