-
1 δίλοφος
iki tepeli
См. также в других словарях:
δίλοφος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 81 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. * * * η, ο (AM δίλοφος, ον) 1. αυτός που έχει δύο λόφους, δύο κορυφές 2.… … Dictionary of Greek
δίλοφον — δίλοφος double crested masc/fem acc sg δίλοφος double crested neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλόφου — δίλοφος double crested masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dilofos — (Greek: Δίλοφος), also with the first o accented is a village in the municipality of Vyssa in the northern part of the Evros Prefecture in Greece. Dilfos are connected with two roads connecting the GR 51 (Alexandroupoli Orestiata Nea Vyssa… … Wikipedia
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek