-
1 περι-καθαίρω
περι-καθαίρω, ringsum od. von allen Seiten reinigen; περικαϑήραντες τὴν στήλην, Plat. Critia. 120 a; τὰ δίκτυα, Arist. H. A. 8, 13.
-
2 βρόχος
-
3 κύρτος
κύρτος, ὁ, eigtl. alles aus Binsen Geflochtene; bes. Fischerreuse, ἀγγεῖον σχοινῶδες, ᾧ οἱ ἁλιεῖς χρῶνται, Hesych., wie Schol. Il. 2, 218 u. Tim. lex. Plat.; Plat. vrbt κύρτους καὶ δίκτυα, Soph. 200 c; τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι Tim. 79 d, vgl. Legg. VII, 823 e; Sp., ἰχϑύων κύρτος Anacr. 56, 27; καὶ τῶν κύρτων τὸ ἀδιέξοδον Luc. de merc. cond. 3; Zenob. 4, 8 sprichwörtlich εὕδοντι κύρτος αἱρεῖ, denn Nachts singen sich darin die Fische. – Auch = Käfig, Vogelbauer, κύρτον λυγοτευχέα ἀφεὶς ψιττακός Crinag. 27 (IX, 562). – Vgl. κύρτη und κυρτός.
-
4 εὐ-ερκής
εὐ-ερκής, ές, 1) wohl umzäunt, verwahrt, αὐλή Il. 9, 472 Od. 21, 389. 22, 449, ϑύραι Od. 17, 267; ἄλσος Pind. Ol. 13, 105; πόλις Aesch. Suppl. 933; χώρα Plat. Legg. VI, 760 e; γήλοφος Critia. 113 d; ὑποδοχή Legg. VIII, 848 e, Sp. bes. von wohl befestigten Städten. – 2) wohl umschließend, δίκτυα Opp. H. 4, 655.
-
5 δυς-όρᾱτος
δυς-όρᾱτος, = δύςοπτος; δίκτυα Xen. Cyr. 1, 6, 40; übel anzusehen, gräulich, App. Hisp. 97.
-
6 δυς-μετα-χείριστος
δυς-μετα-χείριστος, schwer zu handhaben; στρατὸς ναυτικός Her. 7, 256, d. i. schwer anzugreifen; δίκτυα Xen. Cyn. 2, 6; übertr., παῖς Plat. Legg. VII, 808 d; Sp., wie Ael. N. A. 4, 44.
-
7 δίκτυον
δίκτυον, τό (δικεῖν), das Netz; bes. – a) Fischernetz; Od. 22, 386 δικτύῳ πολυωπῷ, ἅπαξ εἰρημέν.; Aesch. Ch. 499; Soph. frg. 783; καὶ κυρτοί Plat. Soph. 220 c; s. bes. die compp. – b) Jagdnetz; Her. 1, 123; Stellgarn, bes. das größere im Ggstz der kleineren ἄρκυες, Xen. Cyn. 2, 5; Poll. 5, 26; Ar. Av. 1083 u. A. – c) übertr., εἰς ἀπέραντον δίκτυον ἄτης ἐμπλεχϑήσεσϑε Aesch. Prom. 1080; ἐπὶ Τροίας πύργοις ἔβαλες δ. Ag. 349; δίκτυα δυςόρατα ἐνεπετάννυες Xen. Cyr. 1, 6, 19. – d) bei Hesych. der durchlöcherte Boden eines Siebes.
-
8 δῡσι-θάλαττα
δῡσι-θάλαττα, δίκτυα, ins Meer tauchend, Philp. 25 (VI, 38).
-
9 θήρᾱμα
θήρᾱμα, τό, das Erjagte, die Jagdbeute, Eur. Bacch. 867 u. öfter; auch Sp., ϑηράμασι πλησϑέντα δίκτυα Apollds. 7 (VI, 105); in Prosa, Plut. Lucull. 17.
-
10 ἁπλόω
ἁπλόω, entfalten, ausbreiten, öfter bei sp. D., δίκτυα Agath. 28 (VI, 167); ἱστία Orph. Arg. 360; πείσματα 624; ἐρετμούς 278; σπόρον ὑπὲρ αὕλακος Dion. Per. 235; κατὰ γῆς σῶμα Lucill. 68 (XI, 107); ἰχϑὺς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώϑη Babr. 4, 5; ἀργύρεον Anacr. 4, 3, das Silber mit dem Hammer treiben; übertr., νόον 48, 22.
-
11 ἄ-πειρος
ἄ-πειρος, 1) ( πέρας) ohne Ende, woraus man nicht herauskommen kann, ἀμφίβληστρον Aesch. Ag. 1355; χιτών Soph. frg. 473; Lycophr. 1099; ὕφασμα Eur. Or. 25 (fälschlich von πείρω abgeleitet, vgl. ἀτέρμων); δίκτυα Ibyc. 2; – unendlich, von Plat. an oft in Prosa, ἄπειρος τὸ πλῆϑος Parm. 143 a; Xen. Mem. 1, 1, 14; ἀριϑμὸς πλήϑει Plat. Parm. 144 a; von der Zeit. – 2) ( πεῖρα) unerfahren, unkundig, καλῶν Pind. I. 7, 10; Tragg., z. B. κακῶν Soph. Ant. 1176; in Prosa. τυράννων Her. 5, 92, 1; πολέμων Thuc. 2, 11; ἀνδρῶν Lys. 2, 27. – Adv., ἀπείρως ἔχειν τινός, unbekannt mit etwas, unerfahren in etwas sein, Her. 2, 45; Isocr. 2, 13; πρός τι Xen. Mem. 2, 6, 29; διακεῖσϑαι Pol. 3, 111; ἀπειροτέρως Isocr. 12, 37.
-
12 ἐμ-πετάννῡμι
ἐμ-πετάννῡμι (s. πετάννυμι), darin, darüber ausbreiten; ἔν τινι, τὰ δίκτυα, Xen. Cyr. 1, 6, 40; οἱ τοῖχοι διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι, mit Tapeten behangen, bei Ath. IV, 147 f; Sp.
-
13 ἐν-όδιος
ἐν-όδιος, ion. u. ep. εἰνόδιος, auch bei att. Dichtern, 2 u. 3 Endgn; im, am Wege; σφῆκες, die ihr Nest am Wege haben, Il. 16, 259; σύμβολοι Aesch. Prom. 485; sp. D.; auch in Prosa, ὅπλα, die man auf dem Marche mit sich führt, D. Hal. 4, 48, τὰ ἐνόδια, sc. δίκτυα, die auf die Wege gestellt werden, Xen. Cyn. 6, 9; πόλεις ἐνόδιαι, am Wege gelegen, Plut. Aem. Paul. 8. – Bes. von Göttern, den Weg beschützend, Ἑρμῆς Theocr. 25, 4 u. A.; ἡ ἐνοδία θεός Soph. Ant. 1184 ist Hekate, die Plat. ἐνοδίαν δαίμονα nennt, Legg. XI, 914 b; vgl. Inscr. 26; auch allein Ἐνοδία, Eur. Hel. 570; vgl. Polyaen. 8, 43, 1; Paus. 3, 14, 9. Bei Antiphil. 5 (VI, 199) Artemis.
-
14 ἕρκος
ἕρκος, τό (ἔργω, εἴργω), 1) Einschluß, Einfriedigung, Umhägung, Zaun, πᾶν, ὅσον ἂν ἕνεκα κωλύσεως εἴργῃ τι περιέχον ἕρκος εἰκὸς ὀνομάζειν Plat. Soph. 220 c; so bei Hom. Zaun um einen Garten, Od. 7, 112, ἀλωάων Il. 5, 89; ἀλωῆς H. h. M, rc. 188; Mosch. 4, 3; um den Hof der Wohnung, Od. 21, 238; übh. der Hof, Gehöft, λίπε δ' ἕρκεά τε μέγαρόν τε Od. 16, 341; πλῆντο δ' ἄρ' αἴϑουσαί τε καὶ ἕρκεα καὶ δόμοι ἀνδρῶι 8, 57; ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις Pind. N. 10, 36; oft bei Hom. ἕρκος ὀδόντων, bes. in der Vrbdg ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, welch ein Wort entfloh dir über die Umzäunung der Zähne, entfuhr dir; ἐπεὶ ἄρ κεν (ψυχὴ) ἀμείψεται ἕρκος ὀδ. Il. 9, 409; καὶ πρῶτον (φάρμακον) ἀμείψεται ἕρκος ὀδ. Od. 10, 328; nicht an die Lippen zu denken, sondern an die Zähne selbst, die sehr natürlich als eine Pfahlreihe, eine Art Umhägung der Zunge angesehen werden können; so sagt Solon. frg. 1 παῖς ἕρκος ὀδόντων φύσας; Nic. Th. 548 τὸ μὲν ἕρκεϊ ϑρύψεν ὀδόντων ϑηλάζων; Opp. Hal. 1, 506 γένυές τε καὶ ἔνδοϑε κάρχαρον ἕρκος. – Bei Soph. Tr. 604 ist ἕρκος ἱερόν das Gehege um den Altar; ἑρκέων ἐγκεκλῃμένους, in des Lagers Wall eingeschlossen, Ai. 1253; σφραγῖδος ἕρκει, der Verschluß des Siegels, Tr. 612. – Der Schutz, die Schutzwehr, Schutzmauer, vom Schilde, ἕρκος ἀκόντων Il. 15, 496, vgl. 5, 315; φράξαντο δὲ νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ 15, 566; Hes. Th. 726; übertr., von Männern, z. B. Achilles, ὃς μέγα πᾶσιν ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πέλεται πολέμοιο κακοῖο Il. 1, 383, ein Schutz in dem Kriege, vgl. 6, 5; ἀγωνίας δ', ἕρκος οἷον, σϑένος Pind. P. 5, 113; ἀ νδρῶν γὰρ ὄντων ἕρκος ἐστὶν ἀσφαλές Aesch. Pers. 341, vgl. 17 Ag. 248; π οῖον δὲ γαίας ἕρκος οὐκ ἀφίγμεϑα Eur. Heracl. 441; συνεφόρησαν τὰ ὅπλα ἕρκος εἶναί σφι Her. 9, 99. – 2) das Netz, die Schlinge, das Garn zum Fangen der Vögel, Od. 22, 469; Ar. Av. 528 πᾶς τις ἐφ' ὑμῖν ὀρνιϑευτὴς ἵστησι βρόχους, παγίδας, ῥάβδους, ἕρκη, νεφέλας, δίκτυα; zum Fangen des Wildes, Pind. N. 3, 49 κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ δολίων ἑρκέων, u. der Fische, ἀβάπτιστός εἰμι, φελλὸς ἃς ὑπὲρ ἕρκος, ἅλμας P. 2, 80; übertr., τῆς Δίκης ἐν ἕρκεσιν Aesch. Ag. 1593; τοῖον εἰς ἕρκος πεσεῖται Eur. Med. 986; El. 155; von listigen Anschlägen, χρυσοδέτοις ἕρκεσι κρυφϑέντα γυναικῶν Soph. El. 836, mit Hindeutung auf das goldene Halsband, um welches Eriphyle ihren Gatten verrieth.
-
15 δῡσιθάλαττα
δῡσι-θάλαττα, δίκτυα, ins Meer tauchend -
16 ἐνόδιος
ἐν-όδιος, im, am Wege; σφῆκες, die ihr Nest am Wege haben; ὅπλα, die man auf dem Marsche mit sich führt; τὰ ἐνόδια, sc. δίκτυα, die auf die Wege gestellt werden; πόλεις ἐνόδιαι, am Wege gelegen. Bes. von Göttern: den Weg beschützend; ἡ ἐνοδία θεός, ist Hekate, die Plat. ἐνοδίαν δαίμονα nennt; auch allein Ἐνοδία; Artemis
См. также в других словарях:
Δίκτυα — Δίκτυς neut nom/voc/acc pl Δίκτυς masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκτυα — δίκτυον net neut nom/voc/acc pl δίκτυς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, γραμμές ή δίκτυα — Κοινή ονομασία για τα έργα με τα οποία επιτυγχάνεται η μ. της ενέργειας από τον τόπο παραγωγής στον τόπο κατανάλωσης. Διακρίνονται σε εναέριες γραμμές, εκείνες δηλαδή που κατασκευάζονται υπεράνω του εδάφους και υποβαστάζονται από κατάλληλα… … Dictionary of Greek
Δίκτυ' — Δίκτυα , Δίκτυς neut nom/voc/acc pl Δίκτυα , Δίκτυς masc/fem acc sg Δίκτυϊ , Δίκτυς dat sg Δίκτυε , Δίκτυς nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκτυ' — δίκτυα , δίκτυον net neut nom/voc/acc pl δίκτυα , δίκτυς fem acc sg δίκτυϊ , δίκτυς fem dat sg δίκτυε , δίκτυς fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… … Dictionary of Greek
RETE — Arachnes inventum, Plin. l. 7. c. 56. qui idem linum Zoelicum ex Hispania illis aptissimum iudicat, l. 19. c. 1. Usus in Venatione maxime: unde Retia Dianae utpote venatricis Deae, statuis olim addita: quemadmodum et venabula, lineae versicolores … Hofmann J. Lexicon universale
τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… … Dictionary of Greek
мрежа — МРЕЖ|А (19), Ѣ (А) с. Сеть, невод: и мимоиды. і҃с. видѣ же съшивающа мрѣжа сво˫а. ѡле велика нищета. тольми бѧста ѹбога. ˫ако не можаста кѹпити. новы мрѣжа на ловлѥниѥ; рыбамъ. (δίκτυα... δίκτυα) СбТр ХII/XIII, 16; ѥдинъ ѿ старець створи ми ѥдину … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)