Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

δίκην+ἔχει

  • 1 Case

    subs.
    Box: P. and V. θήκη, ἡ; see Box.
    Cover: Ar. and P. ἔλυτρον, τό, P. and V. περβολος, ὁ.
    For a shield: Ar. and V. σάγμα, τό.
    Sheath: P. and V. κολεός, ὁ (Xen.), V. περιβολαί, αἱ.
    Question, matter: P. and V. πρᾶγμα, τό.
    Case at law: P. and V. δκη, ἡ, γών, ὁ, V. κρῖμα, τό.
    Ground for legal action: P. ἀγώνισμα, τό.
    When the case comes on: P. ἐνεστηκυίας τῆς δίκης.
    The case having already gone against him: P. κατεγνωσμένης ἤδη τῆς δίκης (Dem. 872).
    Lose one's case: P. ἀποτυγχάνειν τοῦ ἀγῶνος (Dem. 1175).
    Aphobus having already lost his case against me: P. ὀφλόντος μοι τὴν δίκην Ἀφόβου (Dem. 866).
    Win one's case: P. ἐπιτυγχάνειν τοῦ ἀγῶνος (Dem. 1175), δίκην αἱρεῖν.
    Decide cases of murder and wounding: P. δικάζειν φόνου καὶ τραύματος (Dem. 628).
    Excuse, plea: P. ἀπολογία, ἡ.
    Circumstances: P. and V. πράγματα, τά.
    Have nothing to do with the case: P. ἔξω τοῦ πράγματος εἶναι (Dem. 1318).
    In case ( supposing that): P. and V. εἴ πως, ἐν πως.
    In any case: P. and V. πάντως, πάντη.
    In my case: P. τοὐμὸν μέρος.
    In the caise of: P. and V. κατ (acc.).
    In this case: P. and V. οὕτως.
    In that case: P. ἐκείνως.
    This is so in all cases: P. ἐπὶ πάντων οὕτω τοῦτʼ ἔχει (Dem. 635).
    It is not a case for: P. and V. οὐκ ἔργον (gen.).
    Since the case stands thus: P. and V. τούτων οὕτως ἐχόντων, V. ὡς ὧδʼ ἐχόντων, ὡς ὧδʼ ἐχόντων τῶνδε.
    Thus stands my case: P. and V. οὕτως ἔχει μοι.
    And such indeed was the case: P. καὶ ἦν δὲ οὕτως.
    This would now be the case with the Athenians: P. ὅπερ ἄν νῦν Ἀθηναῖοι πάθοιεν (Thuc. 6, 34).
    I myself am in the same case as the majority: P. αὐτὸς ὅπερ οἱ πολλοὶ πέπονθα (Plat., Meno. 95C).
    As is generally the case: P. οἷα... φιλεῖ γίγνεσθαι (Thuc. 7, 79).
    As is generally the case with large armies: P. ὅπερ φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα (Thuc. 4, 125).
    The facts of the case: see under Fact.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. περιβάλλειν; see Cover, Sheathe.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Case

См. также в других словарях:

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • Störe meine Kreise nicht! — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …   Deutsch Wikipedia

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • πρόδικος — (5ος αι. π.X.). Έλληνας φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κέα. Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σοφιστικής κίνησης. Περιόδευσε πολύ καιρό όλη την Ελλάδα σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου πήγε ως πρεσβευτής, και …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»