-
1 διειμι
I[εἰμί] продолжать пребыватьδιέσει - v. l. διοίσει - σκοπούμενος Xen. — ты постоянно будешь рассматривать
II[εἶμι] (fut. διείσομαι, ppf. в знач. impf. διῄειν)1) пройти(διὰ πύργων μέσων Thuc.)
ἐᾶν διϊέναι τινά Thuc. — дать пройти кому-л., пропустить кого-л.;δ. τὸν ἀέρα Arph. — пронестись по воздуху2) разойтись, распространитьсяὥστε λόγος διῄει Plut. — по слухам
3) обстоятельно рассказать(πάντα Plat.; τὸν μυθώδη πρότερον Plut.)
δίειμι τῷ λόγῳ ὡς ἄν μοι δοκῇ ἔχειν Plat. — я изложу (вопрос) так, как он мне представляется -
2 διει
-
3 διεσει
-
4 διιεναι
-
5 διιτεον
См. также в других словарях:
δίειμι — (Α) [είμι] 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί 2. περνώ μέσα από κάτι, διέρχομαι 3. διαφεύγω 4. παρέρχομαι, περνώ («ἡμέρα χειμέριος δίεισιν», Θεόφραστος) 5. (για φήμη) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι 6. διέρχομαι, διασχίζω («ἅπαντα γὰρ δίειμί σοι τὸν ἀέρα»,… … Dictionary of Greek
δίειμι — go to and fro pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διιόν — δίειμι go to and fro pres part act masc voc sg δίειμι go to and fro pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διιόντα — δίειμι go to and fro pres part act masc acc sg δίειμι go to and fro pres part act neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διιόντων — δίειμι go to and fro pres imperat act 3rd pl δίειμι go to and fro pres part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διῄειν — δίειμι go to and fro imperf ind act 1st sg δίειμι go to and fro imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεισόμεθα — δίειμι go to and fro fut ind mid 1st pl (epic) διαείδω 1 discern fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διείσεται — δίειμι go to and fro fut ind mid 3rd sg (epic) διαείδω 1 discern fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διείσομαι — δίειμι go to and fro fut ind mid 1st sg (epic) διαείδω 1 discern fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διιείη — δίειμι go to and fro pres opt act 3rd sg (epic) διίημι drive pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διιουσῶν — δίειμι go to and fro pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)