Перевод: со всех языков на русский

δίδ

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ —   Aerts W. J. (1965), Periphrastica. An investigation into the use of είναι and έχειν as auxiliaries or pseudo – auxiliaries in Greek from Homer up to the present day, Amsterdam.   Ανδριώτης Ν. (1971), Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Христианство — всемирная религия, первая в настоящее время по числу последователей (около 494 милл.) и по культурно историч. значению своему и принявших ее народов, признающая себя откровением Единого в Троице Истинного Бога, Творца и Промыслителя вселенной,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Раннехристианская литература — Эта статья должна быть полностью переписана. На странице обсуждения могут быть пояснения …   Википедия

  • ακέστρια — ἀκέστρια, η (Α) 1. η γιάτρισσα ή η μαμμή 2. η ράφτρα (Λουκ. Ρητ. διδ. 24). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τής λ. ἀκεστήρ*] …   Dictionary of Greek

  • προφορικός — ή, ό / προφορικός, ή, ον, ΝΜΑ [προφορά] αυτός που εκφράζεται με προφορά, με εκφώνηση, σε αντιδιαστολή προς τον ενδιάθετο ή τον γραπτό (α. «προφορικές εξετάσεις» β. «καὶ τοῡ ἐνδιαθέτου λόγου καὶ τοῡ προφορικοῡ», Πλούτ. γ. «ἀνθρωπινωτέρως… …   Dictionary of Greek

  • ράχετρον — τὸ, Α·1. (κατά τον Ησύχ.) η ράχη α) «ῥάχετρον ῥαχίς ὡς πλευρὸν καὶ πλευρά» β) «ῥάχετρον ἡ δὲ τὴν ῥάχιν τοῡ ἱερείου» 2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ ὄπισθεν τοῡ τραχήλου, ἀφ οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ῥάχεως» 3. (κατά τον Πολυδ.) α) «τὸ μέσον τῆς ῥαχεως» β) εργαλείο… …   Dictionary of Greek

  • σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …   Dictionary of Greek

  • υπουργικός — ή, ό / ὑπουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπουργός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπουργό (α. «υπουργική απόφαση» β. «υπουργικός θώκος») 2. φρ. «υπουργικό συμβούλιο» το σύνολο τών υπουργών τής κυβέρνησης μσν. αρχ. 1. αυτός που προσφέρει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»