-
1 διαυλος
ὅ2) возвращение Aesch.ἔβην δ. Eur. — я вернулся;
δίαυλοι κυμάτων Eur. — прилив и отлив волн3) теснина, пролив(στενὸς δ. πέτρας Eur.)
-
2 δίαυλος
ος, ον 1. имеющий две трубки;2. (ο) 1) бороздка, желобок; 2) пролив -
3 αδιαυλος
-
4 αροτροδιαυλος
-
5 τηλεφωνικός
η, ό[ν] телефонный;τηλεφωνική σύνδεση (γραμμή) — телефонная связь (линия);
τηλεφωνικόν δίκτυον — телефонная сеть;
τηλεφωνική συσκευή — телефонный аппарат;
τηλεφωνικός δίαυλος — телефонный канал;
τηλεφωνική συνδιάλεξη — телефонный разговор;
τηλεφωνικός κατάλογος (θάλαμος) — телефонная книга (будка)
См. также в других словарях:
Δίαυλος — double pipe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίαυλος — double pipe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίαυλος — (I) ο (ΑΝ) 1. στενή δίοδος, στενωπός, στενό 2. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, πορθμός, μπουγάζι «οὗ δὴ στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις» (Ευρ. Τρωάδ.) νεοελλ. ναυτ. ελεύθερος χώρος ανάμεσα σε πεδία ναρκών αρχ. 1. αγώνισμα δρόμου… … Dictionary of Greek
δίαυλος ή κανάλι τηλεόρασης — Ζώνη συχνοτήτων πλάτους επτά ΜΗΖ, η οποία περιέχει τις διαμορφωμένες συχνότητες εικόνας και ήχου ενός πομπού τηλεόρασης. Ο όρος δ. προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη δίαυλος, που σήμαινε αγώνα δρόμου αλλά και μουσικά όργανα με τη μορφή… … Dictionary of Greek
δίαυλος — ο 1. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, μπουγάζι, κανάλι. 2. αρχαίο αγώνισμα δρόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ДИАВЛ — • Δίαυλος, см. Gymnasium, Гимнасий … Реальный словарь классических древностей
Διαύλοις — Δίαυλος double pipe masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαύλοις — δίαυλος double pipe masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διαύλοισι — Δίαυλος double pipe masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαύλοισι — δίαυλος double pipe masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διαύλοισιν — Δίαυλος double pipe masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)