-
41 που
1) jenž2) který -
42 πού
1) kam2) kde3) odkud -
43 που
1) that2) whereΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > που
-
44 πού
whereΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πού
-
45 δή-που
δή-που od. richtiger δή που geschrieben, von Homer an überall. Bei Homer haben entschieden beide Wörter, δή und πού, ihre gesonderte, ursprüngliche Bedeutung, sie verschmelzen nicht in einen neuen Begriff: Odyss. 1, 161 ἀνέρος οὗ δή που λεύκ' ὀστέα πύϑεται ὄμβρῳ κείμεν' ἐπ' ἠπείρου, ἢ εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει: hier hebt δή das οὗ hervor, und πού heißt entweder »irgendwo« od. »wohl«, »wahrscheinlich«; Iliad. 24, 736 ἤ τις Ἀχαιῶν ῥίψει ἀπὸ πύργου, χωόμενος, ᾡ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανεν Ἕκτωρ ἢ πατέρ' ἠὲ καὶ υἱόν. – Nach Homer bei den Attikern = »doch wohl«, »sollte ich meinen«; οὐ γὰρ δή που, »doch wohl nicht gar«; oft ironisch, bes. in der Frage. Vgl. Aesch. Prom. 1064; Plat. Prot. 399 c Phil. 53 b; Soph. Ant. 381; Ar. Ran. 526 Equ. 900.
-
46 ἦ-που
ἦ-που, richtiger getrennt geschrieben ἦ που, Betheuerung, gewiß wohl, sicherlich doch, traun wohl, eine Voraussetzung zur Bekräftigung hinzufügend, Il. 3, 43. 16, 830. – In der Frage erhöht es den Nachdruck derselben, denn wohl? Od. 13, 234. Vgl. ἦ u. που.
-
47 περί-που
-
48 εἴ που
εἴ που, wenn irgendwo, wenn etwa, ob etwa, Hom. u. A., εἴ τί που ἔστιν, wenns möglich ist, Od. 4, 193.
-
49 οὔ-τι-που
-
50 μή-που
μή-που, daß nicht irgendwo, daß nicht etwa, daß nicht vielleicht, Hom. u. Folgde; μή πού τις ἡμῖν ἐγγὺς ἐγχρίμπτῃ βροτῶν, Soph. El. 886.
-
51 Μην ρίχνεις πέτρες στην πηγή που έσβησε τη δίψα σου
Όποιος σπέρνει τ' αγκάθια, να μην πηγαίνει ξυπόλυτος– Μην ρίχνεις πέτρες στην πηγή που έσβησε τη δίψα σου– Όποιος κατουράει στη θάλασσα, τα βρίσκει στ' αλάτι– Πηγάδι που σε δροσίζει μην το πετροβολάς• Не плюй в колодец – пригодится воды напитьсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μην ρίχνεις πέτρες στην πηγή που έσβησε τη δίψα σου
-
52 Πηγάδι που σε δροσίζει μην το πετροβολάς
Όποιος σπέρνει τ' αγκάθια, να μην πηγαίνει ξυπόλυτος– Μην ρίχνεις πέτρες στην πηγή που έσβησε τη δίψα σου– Όποιος κατουράει στη θάλασσα, τα βρίσκει στ' αλάτι– Πηγάδι που σε δροσίζει μην το πετροβολάς• Не плюй в колодец – пригодится воды напитьсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πηγάδι που σε δροσίζει μην το πετροβολάς
-
53 Κάθε στιγμή που χάνεται, πίσω δεν ξαναπιάνεται
Κάθε στιγμή που χάνεται, πίσω δεν ξαναπιάνεται– Ο χρόνος που περνάει, πίσω δεν γυρνάει– Χαμένος χρόνος δεν ξαναβρίσκεται• Времени не поворотишь• Время деньги дает, а на деньги время не купишь• Крупицу золота можно найти, крупицу времени – никогдаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάθε στιγμή που χάνεται, πίσω δεν ξαναπιάνεται
-
54 Ο χρόνος που περνάει, πίσω δεν γυρνάει
Κάθε στιγμή που χάνεται, πίσω δεν ξαναπιάνεται– Ο χρόνος που περνάει, πίσω δεν γυρνάει– Χαμένος χρόνος δεν ξαναβρίσκεται• Времени не поворотишь• Время деньги дает, а на деньги время не купишь• Крупицу золота можно найти, крупицу времени – никогдаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο χρόνος που περνάει, πίσω δεν γυρνάει
-
55 εἴ που
εἴ που, wenn irgendwo, wenn etwa, ob etwa; εἴ τί που ἔστιν, wenns möglich ist -
56 ἤ-που
-
57 Άνεμος που δεν μποδίζει, άφησέ τον κι ας βουίζει
Τα σκυλιά γαβγίζουν, το καραβάνι περνά– Άνεμος που δεν μποδίζει, άφησέ τον κι ας βουίζει• Собаки лают, а караван идет• Собака лает, ветер носитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άνεμος που δεν μποδίζει, άφησέ τον κι ας βουίζει
-
58 Άνθρωπος που δεν έχει βρακί να φορέσει
– Άνθρωπος που δεν έχει βρακί να φορέσει• Гол, как сокол• Беден, как церковная мышьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άνθρωπος που δεν έχει βρακί να φορέσει
-
59 Έλα, παππού μου, να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά σου που το έχει η γιαγιά
Έλα, παππού μου, να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά σου ( που το έχει η γιαγιά)• Не учи рыбу плавать• Не учи ученого есть хлеба печеногоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έλα, παππού μου, να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά σου που το έχει η γιαγιά
-
60 Δουλειά που δεν ξέρεις, μην την καταπιάνεσαι
Ή παπάς παπάς, ή ζευγάς ζευγάς– Δουλειά που δεν ξέρεις, μην την καταπιάνεσαι– Ή χόρεψε καλά, ή άσε το χορό• Не за свое дело не берисьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δουλειά που δεν ξέρεις, μην την καταπιάνεσαι
См. также в других словарях:
πού — ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α (ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις) 1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.) 2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο … Dictionary of Greek
ποῦ — πού enclitic indeclform (adverb) ποῦ where? indeclform (interrog) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πού — που , πού enclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
που — πού enclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… … Dictionary of Greek
που — 1. αναφορ. αντων., άκλ. για κάθε γένος, πτώση και αριθμό, ο οποίος, η οποία, το οποίο. 2. αναφορ. τοπ. επίρρ.: Το κλειδί θα το βρεις εκεί που το αφήναμε πάντα. 3. σύνδ. αιτιολ.: Χάρηκα που σε είδα. 4. σύνδ. χρον.: Είναι τόσα χρόνια που περιμένω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Που Γι, Αϊσίν Τζορό — (Πεκίνο 1906 – 1982). Ο τελευταίος Κινέζος αυτοκράτορας. Ανέβηκε στον θρόνο της Κίνας σε ηλικία 2 ετών με το όνομα Χσυάν – τ’ ουνγκ, αλλά 3 χρόνια αργότερα μετά το επαναστατικό κίνημα του οποίου αρχηγός ήταν ο Σουν Γιατ Σεν, υπογράφτηκε, στο… … Dictionary of Greek
πού; — επίρρ. 1. ερωτ. τόπου: Πού το έβαλες το βιβλίο; 2. ερωτ. τροπ.: Πού το έμαθες εσύ; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
που(τ)τί — το, Ν το γυναικείο αιδοίο … Dictionary of Greek
ούτι που — οὔτι που ή οὔ τί που (Α) υποθέτω όχι, όχι βέβαια («οὔτι που οὖτος Ἀπόλλων», Πινδ.) … Dictionary of Greek
η που — ἤ που (Α) ή ίσως, παρά ίσως … Dictionary of Greek