-
1 πλεος
1) полный(οἴνου, ἀνδρῶν Hom.; ὕδατος Her.)
πλείοις δεπάεσσι Hom. — полными чашами2) преисполненный, проникнутый(θράσους Aesch.; μωρίας πολλῆς Soph.)
φόβου π. Aesch. — охваченный страхом и внушающий страх3) полный, целый(δέκα πλείους ἐνιαυτούς Hes.)
4) пропитанный, сплошь покрытыйῥάκη νοσηλείας πλέα Soph. — пропитанные гноем лохмотья (Филоктета);
ἥ χεὴρ πλέα ἀπό τινος Xen. — рука, выпачканная в чем-л.
См. также в других словарях:
πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… … Dictionary of Greek