-
1 δαν
-
2 δαν...
δᾶν...δᾶ, δᾶν[предполож. дор. voc. и acc. к γᾶ См. γα = γῆ См. γη, по друг. - к Ζεύς] частица в клятвенно-восклицательных формулахδᾶ (φεῦ)! Aesch. и φεῦ δᾶ! Eur., Arph. — о боже!;
οὐ δᾶν! Theocr. — нет, клянусь! -
3 δαν(ε)ίζω
дать взаймы, отдавать деньги в рост т.е. под проценты; ср.з. занимать, брать взаймы, заимствовать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δαν(ε)ίζω
-
4 δάν(ε)ιον
долг, заем, ссуда под проценты.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δάν(ε)ιον
-
5 δαν(ε)ιστής
заимодавец, ростовщик (отдающий деньги в рост, дающий взаймы под проценты).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δαν(ε)ιστής
-
6 δα
I.δαδᾰнеотделимая приставка с усилит. знач. (ср. δάσκιος, δαφοινός)II.δᾶδᾶ, δᾶν[предполож. дор. voc. и acc. к γᾶ См. γα = γῆ См. γη, по друг. - к Ζεύς] частица в клятвенно-восклицательных формулахδᾶ (φεῦ)! Aesch. и φεῦ δᾶ! Eur., Arph. — о боже!;
οὐ δᾶν! Theocr. — нет, клянусь! -
7 Ζευς
gen. Διός (dat. Διΐ и Δί с ῑ, acc. Δία, voc. Ζεῦ; эп.-поэт.: gen. Ζηνός, dat. Ζηνί, acc. Ζῆνα и Ζῆν, дор. Ζᾶν и Δᾶν; поздн. у Sext. gen. Ζεός, dat. Ζεΐ, acc. Ζέα) Зевс ( сын Кроноса и Реи - Κρόνου παῖς, Κρονίδης и Κρονίων Hom., Hes.; его эпитеты преимущ. у Hom.: ἄναξ βασιλεύς «владыка и повелитель», πατέρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε «отец богов и людей», μητιέτα, ὕπατος μήστωρ «высший промыслитель», μέγα, μέγιστος, κύδιστος, ὑπερμενής, ὑψίζυγος «величайший из богов», πανομφαῖος «податель всех знамений»: Ζ. αἰθέρι ναίων, νύκτες τε καὴ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν, Ζ. ὕει, Ζ. νίφει; νεφεληγερέτα, κελαινεφής «тучегонитель», εὐρυόπα, τερπικέραυνος, ἀργικέραυνος, ἀστεροπητής, ὑψιβρεμέτης, ἐριβρεμέτης, ἐρίγδουπος, στεροπηγερέτα «громовержец», αἰγίοχος «эгидодержавный», ξείνιος «блюститель законов гостеприимства», ἱκετήσιος «покровитель просящих об убежище», μειλίχιος, σωτήρ «спаситель», ἐλευθέριος «освободитель от иноземного ига», ἀγώνιος «бог браней», ὃρκιος, πίστιος «страж и покровитель верности», μόριος «защитник священных масличных рощ Аттики», ἑρκεῖος, ὁμόγνιος «хранитель домашнего очага и семейных уз», он брат и супруг Геры - πόσις Ἥρης, бог племени древних пеласгов - Πελασγικός, почитаемый во всей Греции, но с главным культовым центром в Додоне - Δωδωναῖος; иногда он обособляется от сонма богов, напр. в обращении ὦ Ζεῦ καὴ θεοί Xen.; впоследствии отождествл. с римск. Juppiter)πρὸς (τοῦ) Διός! — клянусь Зевсом!;
μὰ (τὸν) Δία! — нет, клянусь Зевсом!;νέ (τὸν) Δία! — да, клянусь Зевсом!;τῷ Διῒ πλούτου πέρι ἐρίζειν погов. Her. — тягаться в богатстве с (самим) Зевсом;Διὸς ὅ ἀστήρ Arst. — планета Юпитер;Διὸς ἡμέρα поздн. — четверг (лат. Jovis dies);Ζ. (κατα-) χθόνιος Hom. (ср. Juppiter Stygius Verg.) — подземный Зевс = Ἅιδης
См. также в других словарях:
δαν — I Βιβλικό πρόσωπο (εβρ. = έκρινε). Το πέμπτο από τα δώδεκα παιδιά του Ιακώβ που γεννήθηκε από την ένωσή του με μια υπηρέτρια της γυναίκας του Ραχήλ. II Αρχαία φυλή του Ισραήλ. Μετά την απελευθέρωση του ισραηλιτικού λαού από τη δουλεία της… … Dictionary of Greek
δἄν — ἄν , ἄν 1 he came indeclform (particle) ἄ̱ν , ἄν 2 attic (indeclform conj) ἄν , ἀνά on board poetic indeclform (prep) ἄν , ἐάν if haply contr indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δᾶν — δᾶ by earth indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάν — δά̱ν , δήν doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιουτλάνδη — (δαν. Jylland, γερμ. Jutland). Χερσόνησος (περ. 42.000 τ. χλμ.) της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης που εκτείνεται προς τα ΒΔ, μεταξύ της Βόρειας θάλασσας στα Δ και του Κατεγάτη και του Μικρού Βέλτη προς τα Α. Το βόρειο τμήμα της, που είναι και το… … Dictionary of Greek
Κοπεγχάγη — (δαν. Kobenhavn). Πόλη (499.148κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Δανίας και της ομώνυμης κομητείας (526 τ. χλμ., 615.115 κάτ.). Είναι χτισμένη κατά ένα μέρος στο ανατολικό άκρο του νησιού Σγελάνδη και κατά ένα μέρος στο βόρειο άκρο του νησιού… … Dictionary of Greek
λαθράδαν — (Α) επίρρ. λάθρα, λαθραία, με τρόπο λαθραίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + επιρρμ. κατάλ. δαν (πρβλ. κρυφά δαν)] … Dictionary of Greek
Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… … Dictionary of Greek
Papyrus 1 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Papyrus 1 … Wikipedia
Papyrus 1 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 1 … Deutsch Wikipedia
Dieu — Pour les articles homonymes, voir Dieu (homonymie) … Wikipédia en Français