-
1 Hera
Ἥρα, ἡ.Temple of Hera: Ἡραῖον, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hera
-
2 hera
Ήρα -
3 ходьба
ходьб||аж τό βάδισμα, ἡ πορεία, τό περ(ι)πάτημα:в часе \ходьбаы от дома μιά ήρα δρόμος ἀπό τό σπίτι. -
4 Юнона
Юнонаж миф. ἡ Ήρα. -
5 Юнона
[γιουνόνα/] ουσ. θ. (μυθ.) Ήρα -
6 Юнона
[γιουνόνα] ουσ θ (μυθ) Ήρα -
7 лучить
-
8 плевел
-а α.αίρα, ήρα (ζιζάνιο). || μτφ. έριδα., φιλονικία. -
9 филлоксера
-ы θ.φυλλοξέρα, -ήρα. -
10 Raise
v. trans.Lift: P. and V. αἴρειν, ἐξαίρειν, ἀνάγειν, ἐπαίρειν, ἀνέχειν, ὀρθοῦν (rare P.), V. βαστάζειν, κατορθοῦν, ὀρθεύειν (Eur., Or. 405), ἀνακουφίζειν, Ar. and V. κουφίζειν (rare P.).She lies neither lifting her eyes nor raising her face from the ground: V. κεῖται... οὔτʼ ὄμμʼ ἐπαίρουσʼ οὔτʼ ἀπαλλάσσουσα γῆς πρόσωπον (Eur., Med. 27).Erect, build: Ar. and P. οἰκοδομεῖν, P. κατασκευάζειν. V. τεύχειν.Raise (me) a tomb: V. χῶσον τύμβον (Eur., I.T. 702).Found: P. and V. κτίζειν.Raise to honour: V. τίμιον (τινά) ἀνάγειν.Increase: P. and V. αὐξάνειν, αὔξειν.Raise sedition: V. στάσιν τιθέναι.Raise a cry: V. κραυγὴν ἱστάναι, κραυγὴν τιθέναι, ὀλολυγμὸν ἐπορθριάζειν, or use shout, v.Raise ( the dead): P. and V. ἀνάγειν (Soph., frag.), Ar. and P. ψυχαγωγεῖν, V. ἀνιστάναι, ἐξανιστάναι, ἐξεγείρειν.Wails thal raise the dead: V. ψυχάγωγοι γόοι.Libations to raise the dead: V. χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί.Raise difficulties: P. ἀμφισβητεῖν (absol.).Raise sixteen minae on a thing: P. λαβεῖν ἑκκαίδεκα μνᾶς ἐπί (dat.).Raise a quarrel: V. στάσιν ἐπαίρεσθαι.When Hera raised against you the Tuscan race of pirates: V. ἐπεὶ γὰρ Ἥρα σοὶ γένος Τυρσηνικὸν ληστῶν ἐπῶρσε (Eur., Cycl. 11).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Raise
См. также в других словарях:
ἤρα' — ἤρᾱαι , ἀρέομαι perf ind mp 2nd sg (attic epic) ἤ̱ραο , αἴρω attach aor ind mid 2nd sg (attic epic ionic) ἤραο , ἔραμαι love imperf ind mp 2nd sg (epic) ἤρᾱαι , ἐράομαι love perf ind mp 2nd sg (attic epic) ἤρᾱαι , ἐράομαι love perf ind mp 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤρα — ἤρᾱ , ἐράω 1 love imperf ind act 3rd sg ἤρᾱ , ἐράω 2 pour forth imperf ind act 3rd sg ἤρᾱ , ἤρα fem nom/voc/acc dual ἤρᾱ , ἤρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἥρα — Ἥρᾱ , Ἥρα nine fem nom/voc/acc dual Ἥρᾱ , Ἥρα nine fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤρᾳ — ἤρᾱͅ , ἤρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἥρᾳ — Ἥρᾱͅ , Ἥρα nine fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek
ήρα — η 1. ζιζάνιο που φυτρώνει ανάμεσα στο σιτάρι. 2. κακός άνθρωπος: Ξεχώρισε η ήρα από το σιτάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἦρα — αἴρω attach aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἔαρ spring neut nom/voc/acc pl ἤρα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ήρα — η αρχαία θεά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἠράμεθ' — ἠρά̱μεθα , ἀράομαι pray to imperf ind mp 1st pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠρά̱μεθα , ἀρέομαι plup ind mp 1st pl (attic) ἠρά̱μεθα , ἀρέομαι perf ind mp 1st pl (attic) ἠ̱ράμεθα , αἴρω attach aor ind mid 1st pl (attic epic ionic) ἠράμεθα ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠράμεθα — ἠρά̱μεθα , ἀράομαι pray to imperf ind mp 1st pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠρά̱μεθα , ἀρέομαι plup ind mp 1st pl (attic) ἠρά̱μεθα , ἀρέομαι perf ind mp 1st pl (attic) ἠ̱ράμεθα , αἴρω attach aor ind mid 1st pl (attic epic ionic) ἔραμαι love… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)