-
1 αφυσσω
(fut. ἀφύξω - дор. ἀφυξῶ, Anth. ἀφύσω; aor. ἤφυσα - эп. ἄφυσσα) тж. med.1) черпать, переливать, наливать(μέθυ ἐκ κρητῆρος и νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος Hom.; δῶρα Διονύσου εἰς ἄγγεα Hes.; λοιβὰν ἐν κρατήρων γυάλοις Eur.)
2) собирать, сгребать(φύλλα ἠφυσάμην Hom.)
3) копить, накапливать(ἄφενος καὴ πλοῦτον Hom.)
4) проникать внутрь, врезываться(διὰ δ΄ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Hom. - v. l. διαφύσσω in tmesi)
См. также в других словарях:
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek