Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

γῶν

  • 1 борода

    борода
    ж τά γέν(ε)ια, τό γένι, τό γέ-νειον, ἡ γενιάδα [-άς]:
    отпускать бороду ἀφήνω γένια; ◊ Сии я я \борода ὁ Κυανοπώ-γων, ὁ Γάλαζογένης.

    Русско-новогреческий словарь > борода

  • 2 оппонент

    оппон||ент
    м ὁ ἀντίπαλος, ὁ ἀντιλέ-γων.

    Русско-новогреческий словарь > оппонент

  • 3 многогранный

    επ., βρ: -анен, -анна, -анно.
    1. πολύεδρος•

    многогранный камень πολύεδρη πέτρα•

    -ая гайка πολύεδρο περικόχλιο.

    2. μτφ. πολύπλευρος πλυμερής•

    -ая деятельность πολύπλευρη δραστηριότητα.

    εκφρ.
    многогранный угол – πολύπλευρη γων ία.

    Большой русско-греческий словарь > многогранный

  • 4 острый

    επ., βρ: остр κ. остр, остра, остро.
    1. αιχμηρός, οξύς, οξύληκτος, μυτερός, σουβλερός κοφτερός, οξύστομος•

    -ая игла το μυτερό βελόνι•

    -ое копь αιχμηρό ακόντιο•

    -меч αιχμηρό ξίφος•

    острый нож κοφτερό ή αιχμηρό μαχαίρι.

    2. ωοειδής•

    -ое лицо ωοειδές πρόσωπο.

    3. μτφ. ισχυρός, έντονος, οξύς•

    -ое зрение οξεία όραση, οξυωπία•

    -ое обояние οξεία όσφρηση•

    острый слух οξεία ακοή•

    острый ум οξύνοια, ακονισμένο μυαλό.

    4. αψύς, δριμύς, τσουχτερός, πικάντικος•

    острый запах δριμεία οσμή.

    || στυφός•

    -ая айва στυφό κιδώνι.

    5. αρμυρός, ξινός•

    -ые блюда αρμυρά ή ξινά φαγητά.

    || καυτερός, τσουχτερός•

    острый перец καυτερό πιπέρι•

    -ая горчица καυτερό σινάπι ή μουστάρδα.

    6. μτφ. δηκτικός, τσουχτερός•

    -ое словцо δηκτική λέξη•

    у него острый язык ή он остр на язык αυτός έχει φαρμακερή γλώσσα.

    7. δυνατός, ισχυρός, σφοδρός, μεγάλος -οβ•

    желание μεγάλη επιθυμία, μεγάλος πόθος καημός•

    -ая тоска μεγάλη θλίψη.

    8. (για ασθένειες) οξύς•

    острый аппендицит οξεία σκωληκοειδίτιδα•

    -ая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    9. μτφ. επίμαχος•

    острый вопрос επίμαχο ζήτημα.

    || οξυμένος οξύς κρίσιμος•

    -ое положение οξυμένη κατάσταση•

    острый кризис οξεία κρίση•

    момент κρίσιμη στιγμή.

    ουσ. θ. -ая η οξεία (τόνος λέξεων).
    εκφρ.
    острый угол – οξεία γων ία.

    Большой русско-греческий словарь > острый

  • 5 рецептный

    επ.
    της συνταγής, -γών•

    -ая книга βιβλίο συνταγών (συνταγολόγιο).

    Большой русско-греческий словарь > рецептный

  • 6 стужа

    θ.
    δυνατό κρύο, δριμύ ψύχος•πα-γων ι ά.

    Большой русско-греческий словарь > стужа

  • 7 треснуть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.
    1. βλ. трещать.
    2. ραγίζομαι, σκάζω•

    льдина -ла ο ογκόπαγος ράγισε.

    3. μτφ. αποτυχαίνω οικτρά, χρεοκοπώ.
    4. μ. κ. αμ. χτυπώ δυνατά.
    εκφρ.
    треснуть со смеху – σκάζω από τα γέλια•
    треснуть со злости – σκάζω από την κακία, από το κακό μου•
    хоть -ни – βρε να σκάσεις (ματαιοπονείς).
    χτυπώ, -ιέμαι δυνατά•

    треснуть лбом об угол χτυπώ το κεφάλι στη γων ία.

    Большой русско-греческий словарь > треснуть

См. также в других словарях:

  • 'γών — ἀγών , ἀγών gathering masc nom/voc sg ἐγών , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γῶν — γοῦν at least then doric ionic (indeclform particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιγῶν — σῑγῶν , σῖγος neut gen pl (attic epic doric) σῑγῶν , σιγάω keep silence pres part act masc voc sg σῑγῶν , σιγάω keep silence pres part act neut nom/voc/acc sg σῑγῶν , σιγάω keep silence pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σῑγῶν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιγῶν — ῥῑγῶν , ῥῖγος frost neut gen pl (attic epic doric) ῥῑγῶν , ῥιγέω shudder pres part act masc nom sg (attic epic doric) ῥῑγῶν , ῥιγόω to be cold pres part act masc voc sg (doric aeolic) ῥῑγῶν , ῥιγόω to be cold pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμαστιγῶν — διαμαστιγόω scourge severely pres part act masc voc sg (doric aeolic) διαμαστιγόω scourge severely pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) διαμαστιγόω scourge severely pres part act masc nom sg διαμαστιγόω scourge severely pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστιγῶν — μαστῑγῶν , μαστιγόω whip pres part act masc nom sg (attic epic doric) μαστῑγῶν , μαστιγόω whip pres part act masc voc sg (doric aeolic) μαστῑγῶν , μαστιγόω whip pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μαστῑγῶν , μαστιγόω whip pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρρίγων — ἐρρί̱γων , ἐνριγόω shiver imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐρρί̱γων , ἐνριγόω shiver imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἐρρί̱γων , ῥιγόω to be cold imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐρρί̱γων , ῥιγόω to be cold imperf ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσιγῶν — ὑποσιγάω to be silent at pres part act masc voc sg ὑποσιγάω to be silent at pres part act neut nom/voc/acc sg ὑποσιγάω to be silent at pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ὑποσιγάω to be silent at pres part act masc nom sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПОДВИГ — 1. В историческом развитии словаря русского литературного языка происходили сложные процессы взаимодействия, сцепления и переплетения народных восточнославянских слов и выражений с древнеславянскими (южнославянскими) или церковнославянскими. Вот… …   История слов

  • μαστίγων — μαστί̱γων , μάστιξ whip fem gen pl μαστί̱γων , μαστιγόω whip imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μαστί̱γων , μαστιγόω whip imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'σίγων — ἐσί̱γων , σιγάω keep silence imperf ind act 3rd pl ἐσί̱γων , σιγάω keep silence imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»