-
1 борода
бородаж τά γέν(ε)ια, τό γένι, τό γέ-νειον, ἡ γενιάδα [-άς]:отпускать бороду ἀφήνω γένια; ◊ Сии я я \борода ὁ Κυανοπώ-γων, ὁ Γάλαζογένης. -
2 оппонент
оппон||ентм ὁ ἀντίπαλος, ὁ ἀντιλέ-γων. -
3 многогранный
επ., βρ: -анен, -анна, -анно.1. πολύεδρος•многогранный камень πολύεδρη πέτρα•
-ая гайка πολύεδρο περικόχλιο.
2. μτφ. πολύπλευρος πλυμερής•-ая деятельность πολύπλευρη δραστηριότητα.
εκφρ.многогранный угол – πολύπλευρη γων ία. -
4 острый
επ., βρ: остр κ. остр, остра, остро.1. αιχμηρός, οξύς, οξύληκτος, μυτερός, σουβλερός κοφτερός, οξύστομος•-ая игла το μυτερό βελόνι•
-ое копь αιχμηρό ακόντιο•
-меч αιχμηρό ξίφος•
острый нож κοφτερό ή αιχμηρό μαχαίρι.
2. ωοειδής•-ое лицо ωοειδές πρόσωπο.
3. μτφ. ισχυρός, έντονος, οξύς•-ое зрение οξεία όραση, οξυωπία•
-ое обояние οξεία όσφρηση•
острый слух οξεία ακοή•
острый ум οξύνοια, ακονισμένο μυαλό.
4. αψύς, δριμύς, τσουχτερός, πικάντικος•острый запах δριμεία οσμή.
|| στυφός•-ая айва στυφό κιδώνι.
5. αρμυρός, ξινός•-ые блюда αρμυρά ή ξινά φαγητά.
|| καυτερός, τσουχτερός•острый перец καυτερό πιπέρι•
-ая горчица καυτερό σινάπι ή μουστάρδα.
6. μτφ. δηκτικός, τσουχτερός•-ое словцо δηκτική λέξη•
у него острый язык ή он остр на язык αυτός έχει φαρμακερή γλώσσα.
7. δυνατός, ισχυρός, σφοδρός, μεγάλος -οβ•желание μεγάλη επιθυμία, μεγάλος πόθος καημός•
-ая тоска μεγάλη θλίψη.
8. (για ασθένειες) οξύς•острый аппендицит οξεία σκωληκοειδίτιδα•
-ая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.
9. μτφ. επίμαχος•острый вопрос επίμαχο ζήτημα.
|| οξυμένος οξύς κρίσιμος•-ое положение οξυμένη κατάσταση•
острый кризис οξεία κρίση•
момент κρίσιμη στιγμή.
ουσ. θ. -ая η οξεία (τόνος λέξεων).εκφρ.острый угол – οξεία γων ία. -
5 рецептный
επ.της συνταγής, -γών•-ая книга βιβλίο συνταγών (συνταγολόγιο).
-
6 стужа
-и θ.δυνατό κρύο, δριμύ ψύχος•πα-γων ι ά. -
7 треснуть
-ну, -нешьρ.σ.1. βλ. трещать.2. ραγίζομαι, σκάζω•льдина -ла ο ογκόπαγος ράγισε.
3. μτφ. αποτυχαίνω οικτρά, χρεοκοπώ.4. μ. κ. αμ. χτυπώ δυνατά.εκφρ.треснуть со смеху – σκάζω από τα γέλια•треснуть со злости – σκάζω από την κακία, από το κακό μου•хоть -ни – βρε να σκάσεις (ματαιοπονείς).χτυπώ, -ιέμαι δυνατά•треснуть лбом об угол χτυπώ το κεφάλι στη γων ία.
См. также в других словарях:
'γών — ἀγών , ἀγών gathering masc nom/voc sg ἐγών , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γῶν — γοῦν at least then doric ionic (indeclform particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγῶν — σῑγῶν , σῖγος neut gen pl (attic epic doric) σῑγῶν , σιγάω keep silence pres part act masc voc sg σῑγῶν , σιγάω keep silence pres part act neut nom/voc/acc sg σῑγῶν , σιγάω keep silence pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σῑγῶν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιγῶν — ῥῑγῶν , ῥῖγος frost neut gen pl (attic epic doric) ῥῑγῶν , ῥιγέω shudder pres part act masc nom sg (attic epic doric) ῥῑγῶν , ῥιγόω to be cold pres part act masc voc sg (doric aeolic) ῥῑγῶν , ῥιγόω to be cold pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμαστιγῶν — διαμαστιγόω scourge severely pres part act masc voc sg (doric aeolic) διαμαστιγόω scourge severely pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) διαμαστιγόω scourge severely pres part act masc nom sg διαμαστιγόω scourge severely pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιγῶν — μαστῑγῶν , μαστιγόω whip pres part act masc nom sg (attic epic doric) μαστῑγῶν , μαστιγόω whip pres part act masc voc sg (doric aeolic) μαστῑγῶν , μαστιγόω whip pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μαστῑγῶν , μαστιγόω whip pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρρίγων — ἐρρί̱γων , ἐνριγόω shiver imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐρρί̱γων , ἐνριγόω shiver imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἐρρί̱γων , ῥιγόω to be cold imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐρρί̱γων , ῥιγόω to be cold imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσιγῶν — ὑποσιγάω to be silent at pres part act masc voc sg ὑποσιγάω to be silent at pres part act neut nom/voc/acc sg ὑποσιγάω to be silent at pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ὑποσιγάω to be silent at pres part act masc nom sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПОДВИГ — 1. В историческом развитии словаря русского литературного языка происходили сложные процессы взаимодействия, сцепления и переплетения народных восточнославянских слов и выражений с древнеславянскими (южнославянскими) или церковнославянскими. Вот… … История слов
μαστίγων — μαστί̱γων , μάστιξ whip fem gen pl μαστί̱γων , μαστιγόω whip imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μαστί̱γων , μαστιγόω whip imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'σίγων — ἐσί̱γων , σιγάω keep silence imperf ind act 3rd pl ἐσί̱γων , σιγάω keep silence imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)