-
1 κληρουχος
ὅ и ἥ1) получивший земельный надел ( в колонии), поселенец, колонист Her., Thuc., Plut. ( в отличие от ἄποικοι, κληροῦχοι сохраняли гражданство своей метрополии)2) получивший в уделπολλῶν ἐτῶν κ. Soph. — наделенный долголетием, престарелый
-
2 κληρούχος
ο получивший надел земли
См. также в других словарях:
κληροῦχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρούχος — ο (AM κληροῡχος) ο κάτοχος κλήρου, αυτός που πήρε ή δικαιούται να πάρει τμήμα γης με κλήρο («τετρακισχιλίους κληρούχους ἐπί τῶν ἱπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι», Ηρόδ.) αρχ. 1. Αθηναίος πολίτης που λάμβανε κομμάτι γης στις σύμμαχες ή υποτελείς τών… … Dictionary of Greek
κληρούχος — α, ο αυτός που έλαβε μέρος γης με κλήρο: Οι Αθηναίοι έστειλαν πολλούς κληρούχους σ έρημα νησιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κληρούχοις — κλήρουχος one who held an allotment of land masc dat pl κληρού̱χοις , κληροῦχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρούχου — κλήρουχος one who held an allotment of land masc gen sg κληρού̱χου , κληροῦχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρούχους — κλήρουχος one who held an allotment of land masc acc pl κληρού̱χους , κληροῦχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρούχων — κλήρουχος one who held an allotment of land masc gen pl κληρού̱χων , κληροῦχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρούχῳ — κλήρουχος one who held an allotment of land masc dat sg κληρού̱χῳ , κληροῦχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληροῦχε — κληροῦχος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληροῦχοι — κληροῦχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληροῦχον — κληροῦχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)