-
121 κατερράγης
καταρρήγνυμιbreak down: aor ind pass 2nd sgκατερρά̱γης, καταρρήγνυμιbreak down: aor ind pass 2nd sg -
122 κατηνύγης
κατηνύ̱γης, κατά, ἀνά-ὑσσωhyssop: aor ind pass 2nd sg (ionic)κατά, ἀνά-ὑσσωhyssop: aor ind pass 2nd sg (ionic) -
123 μελαμπαγής
μελαμπᾱγής, μελαμπαγήςblack-clotted: masc /fem nom sg -
124 μιγής
-
125 μιγῇς
-
126 ναυαγής
-
127 ναυαγῇς
-
128 ξεναγής
См. также в других словарях:
γης — η βλ. γη … Dictionary of Greek
γης — η βλ. γη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γῆς — Γαῖα land fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γῆς — Γαῖα land fem gen sg (attic epic ionic) γῆ earth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γῆς βάρος. — См. Землю тяготить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Γῆς ἄχθη. — См. Землю тяготить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γεωμαγνητισμός ή γήινος μαγνητισμός — Όρος που αφορά το μαγνητικό πεδίο της Γης και την περιοχή του Διαστήματος κοντά στη Γη. Αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της γεωφυσικής και ασχολείται με τη μελέτη του γήινου μαγνητικού πεδίου και των μεταβολών του, καθώς και με τα γεωφυσικά φαινόμενα… … Dictionary of Greek