-
1 τραχύς
τρᾱχ-ύς, εῖα, ύ: [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] τρηχύς, fem. -εῖα, -εῖαν, -είης, neut. -ύ (Hom. (v. infr.), Hes.Op. 291, Theoc.25.74); in [dialect] Ion. Prose fem. τρηχέᾰ, acc. τρηχέᾰν, gen. τρηχέης, dat. τρηχέῃ (imperfectly preserved in codd.; in Hdt.4.23, 9.122, codd. ABCP have τρηχέη, -έην, -έης, RSV have -εῖα, -εῖαν, -είης; for codd. Hp. v. Kühleweinip. lxxxvi); τρηχείην (before conson.) Simon. 89 codd., A.R.2.375 codd.; τρηχείης (as pr. n.) Hippon.47; gen. pl. neut.Aἐρίων.. τρηχείων GDI 5633.14
([place name] Teos); dual in Trag. τραχεῖ, Ion Trag.67:—jagged,λίθος Il. 5.308
; χαλινοί, opp. λεῖοι, X.Eq.9.9, cf. 10.6;τ. καὶ γωνιοειδής Thphr. Sens.65
; prickly, ἄκανθαι, ἄκανθα, Plu.2.32e, 138d (both [comp] Sup.); rugged, ἀκτή, ἀταρπός, Od.5.425, 14.1; as epith. of Ithaca, 9.27, 10.417; soγῆ λιθώδης καὶ τρηχέα Hdt.4.23
; Χερσονήσου τῆς Τρηχέης καλεομένης, of the Crimea, ib.99; and freq. in Trag. and [dialect] Att. of rocky districts, A.Pr. 726, E.Fr. 1083; τὰ τραχέα, τὰ τραχύτατα, X.Cyn.4.10, Plu.Flam.4;τ. καὶ χαλεπὴ ὁδός Pl.R. 328e
; also, rough,γλῶσσα Hp.Morb.2.63
; ἔρια GDI l. c., PCair.Zen.287.2 (iii B. C.); σφόγγοι ib.12.56 (iii B. C.); χῆμαι ib.82.12 (iii B. C.); σινδόνες (towels, opp. μαλακαί) Gal.6.418; χερσὶ μὴ πάνυ μαλακαῖς, ὥσπερ αὖ μηδὲ τραχείαις, ἀνατρίβειν τὸ σῶμα ib.417;τὰ τ. κατὰ τὰς ἀνωμαλίας ἀλλήλοις ἐμπλεκόμενα ἑνοῦται, τὰ δὲ λεῖα κτλ. Diocl.Fr.26
;βλέφαρα Sor. 2.16
, PTeb. 273 intr. (ii/iii A. D.); shaggy, τὰ κάτωθεν τ. καὶ τραγοειδής, of Pan, Pl.Cra. 408d, cf. 420e;λάσιον καὶ τ. [τὸ κέαρ].. ἔχοντες Id.Tht. 194e
; τ. σώματα, opp. λεῖα, X.Mem.3.10.1; of the voice, harsh, Pl.Ti. 67c, etc.; esp. of the voice of boys, when it breaks,μεταβάλλειν ἐπὶ τὸ -ύτερον Arist.HA 581a18
;τὸ τ. τῆς φωνῆς Plu. Mar.14
; and of a person,τῇ φωνῇ τ. X.An.2.6.9
; also τραχυτάτη γλῶσσα (cf. τραχύστομος) Str.14.2.28; of sounds and their combinations, harsh, opp. λεῖος, σύνθεσις, διάλεκτος, Phld.Po.Herc.994.32,36:—on τραχεῖα ἀρτηρία, v. ἀρτηρία.2 of battle and conflict, ;νιφὰς πολέμοιο Pi.I.4(3).17(35)
, cf. Simon.89;φάλαγγες Tyrt.12.22
.3 of natural forces, (anap.);- ύτερα τὰ νοσήματα ἀπεργάζεσθαι Pl.Ti. 84c
; of a river, Plu.Alex. 60, etc.;ἄελλαι A.R.1.1078
.4 of persons, their acts, feelings, or conditions, rough, harsh, savage,τ. ἔφεδρος Pi.N.4.96
; οὐ τ. εἰμι καταθέμεν I am not niggardly in paying, ib.7.76;Ἡσυχία Id.P.8.10
;ἅπας δὲ τ. ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35
, cf. 188 (anap.), 326;δικαστὴς τ. εἶ Id.Ag. 1421
;τ. γε.. δῆμος Id.Th. 1049
;τ. καὶ τεθηγμένους λόγους Id.Pr. 313
;τ. ὀργή E.Med. 447
;λεῖον καὶ τ. πάθημα Pl.Ti. 63e
;νόμοι τραχύτατοι Id.Lg. 864c
; τὸ τ. τοῦ ἤθους, τοῦ νόμου, Id.Cra. 406a, R. 452c;- ύτερα πράγματα Isoc.7.18
; εὐνομίη τραχέα λειαίνει smooths the rough places, Sol.4.35.II Adv. τρᾱχέως, [dialect] Ion. τρηχέως, rare in the literal sense, roughly,τ. ὑλακτεῖν Plu.Arat.8
; neut. as Adv.,τρηχὺ φωνῇ ἠπείλει Theoc.25.74
;θάλασσα τραχὺ βοᾷ AP5.179
(Mel.).2 of men's acts, τρηχέως περιέπειν τινά handle roughly, Hdt.1.73, 114; τραχέως ἔχειν to be rough, harshly disposed, Isoc.3.33; τινι D.19.45;- ύτερον ἄρχειν Isoc.3.55
;τ. ἀποκρίνεσθαι Plu.Phoc.21
, etc.; τ. φέρειν take hardly, Id.Lys.15; rarely τραχυτέρως, Pl.Clit. 406a;περιέφθησαν τρηχύτατα Hdt.6.15
. (Prob. cogn. with θράσσω, cf. ἐνθράσσω.)
См. также в других словарях:
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek