1 γαλακτοω
Древнегреческо-русский словарь > γαλακτοω
2 γαλακτοομαι
Древнегреческо-русский словарь > γαλακτοομαι
3 γαλακτουχεω
(γυναῖκες γαλακτουχουσαι Plut. - v. l. γαλακτόω)
Древнегреческо-русский словарь > γαλακτουχεω