-
21 марля
[μάρλγια] ουσ θ γάζα -
22 бинт
-а α.επίδεσμος, γάζα. -
23 бинтовать
-
24 газ
газ 1-а (-у), προθτ. на газе, к. (απλ.) на -у а.1. αέριο, γκάζι•гремучий-κροτόν αέριο•
угарный газ μονοξείδιο του άνθρακα•
газ рудничный αέριο ορυχείων, μοφέτα•
слезоточивый газ δακρυγόνο αέριο•
светильный газ φωταέριο ή ανθρακαέριο ή αεριόφως•
удушливый газ ασφυξιογόνο αέριο•
выходные -ы τα αέρια εξαγωγής’ природный газ φυσικό αέριο•
болотный газ ελειογενές αέριο ή ελώδες αέριο ή μεθάνιο.
2. πλθ. газы, -ов τα αέρια του στομάχου και των εντέρων.εκφρ.дать газ – πατώ γκάζι (αυξαίνω τις στροφές μηχανής)•сбавить - – ελαττώνω το γκάζι (τις στροφές)•на полном -е ή -у – μ’ όλο το γκάζι (μ’ όλη την ταχύτητα).газ 2-а (-у) α.γάζα, ύφασμα λεπτό. -
25 марлевый
επ.της γάζας• από γάζα. -
26 марля
-и θ.γάζα. -
27 наполосовать
-сую, -суешьρ.σ.μ. σχίζω, βγάζω λουρίδες, ξεσχίζω•наполосовать марлю βγάζω λουρίδες τη γάζα.
-
28 окровенеть
-ет ρ.σ. (απλ.) ματώνω•бинт -л ο επίδεσμος (γάζα) μάτωσε.
-
29 mul
1) γάζα2) μουλάρι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γάζα — γάζᾱ , γάζα treasure fem nom/voc/acc dual γάζᾱ , γάζα treasure fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάζα — (Ghazzah, αρχ. Άζα). Πόλη (367.388 κάτ. το 1997) στα κατεχόμενα εδάφη της νότιας Παλαιστίνης, χτισμένη σε ύψωμα, σε απόσταση 4 χλμ. από τη θάλασσα, όπου βρίσκεται και το λιμάνι της. Αρχαία πόλη των Φιλισταίων, είναι χτισμένη σε θέση κλειδί πάνω… … Dictionary of Greek
γάζα — η 1. αραιοϋφασμένο διάφανο ύφασμα, τούλι. 2. αποστειρωμένη υφασμάτινη ταινία που χρησιμεύει στην επίδεση τραυμάτων: Έδεσε το τραύμα με γάζες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάζας — γάζᾱς , γάζα treasure fem acc pl γάζᾱς , γάζα treasure fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάζαι — γάζα treasure fem nom/voc pl γάζᾱͅ , γάζα treasure fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάζαν — γάζᾱν , γάζα treasure fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάζαις — γάζα treasure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάζη — γάζα treasure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάζης — γάζα treasure fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάζῃ — γάζα treasure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek