Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γὰρ+δή

  • 141 πούς

    πούς (πόδα, -ός, -ί; -ῶν, -εσσιν, -ας: ποσίν), ποσσίν).)
    1 foot
    a

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.74

    ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται O. 1.95

    εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων O. 10.65

    ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.15

    πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται O. 13.36

    ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί O. 13.72

    κούφοισιν ἐκνεῦσαι ποσίν O. 13.114

    δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115

    χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις P. 10.23

    καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς N. 1.50

    οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.42

    ποσσὶ γὰρ κράτεσκε i. e. in running N. 3.52 ( αἰετός) ὃς ἔλαβεν αἶψα τηλόθε μεταμαιόμενος δαφοινὸν ἄγραν ποσίν talons N. 3.81

    ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19

    σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (sc. νικηφόρων) N. 8.47

    οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν N. 9.47

    σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48

    λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν N. 10.63

    στέφανοι χερσὶ νικάσαντ' ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.10

    υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶνI. 8.37 ποδὶ κροτέο[ντι (sc. γᾶν) Πα.. 1. Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2.. κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μιμέο *fr. 107a. 3.* ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν *fr. 107b. 1.* Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν Θρ... σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (of Scythians eating a horse) fr. 203. 3.
    b foot of a hill.

    Στροφίον Παρνασσοῦ πόδα ναίοντ P. 11.36

    Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ N. 4.54

    c met. ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (ἵν' εἴπῃ ὅτι προσήρμοσται αὐτῷ τὰ προειρημένα δαιμονίως Σ.) O. 6.8

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15

    esp., c. prep.,

    γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἶμεν αἴσας P. 3.60

    καλὰ γινώσκοντ' ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.289

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος i. e. my immediate concern P. 8.32 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούῃ, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός i. e. immediate P. 10.62 τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν (τὸ πηδάλιον Σ.) N. 6.55 βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις (ἐκποδὼν ἀφελκύσας Σ.) N. 7.67

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12

    Lexicon to Pindar > πούς

См. также в других словарях:

  • γαρ — γὰρ (σύνδ.) (AM) 1. επειδή 2. βέβαια 3. λοιπόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γε + αρ/άρα. Πρόκειται για συνδυασμό τού επιτατικού γε και τού προσθετικού άρα. Απαντά συχνά στον Όμηρο και σ όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία. Εκφράζει κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά …   Dictionary of Greek

  • γάρ — for indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάρ' — γάρα , γάρον sauce neut nom/voc/acc pl γάρε , γάρος sauce masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μη γαρ — μὴ γὰρ (Α) (ελλειπτ. φρ.) 1. (συν. σε αποκρίσεις για εμφαντική άρνηση) βεβαίως όχι, καθόλου («μὴ γὰρ λεγέτω τὸ ὄνομα... Μὴ γάρ», Πλάτ.) 2. (σε παρενθετικές προτάσεις) πολύ λιγότερο, δεν θέλω να πω ότι («ἐάσετε οὖν αὐτὸν τὸ τοιοῡτον αὑτοῡ… …   Dictionary of Greek

  • ου γαρ — οὐ γὰρ (Α) 1. μόρια που εκφέρουν αρνητική αιτιολογία σε ευθύ λόγο 2. ελλειπτικώς χρησιμοποιούνται σε αποκρίσεις που γίνονται ερωτηματικώς, όπου πρέπει να εννοηθεί το βεβαιωτικό ναί («τούτους ἀγαθοὺς ἐνόμισας; οὐ γάρ...;», Αριστοφ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ου γαρ αλλά — οὐ γὰρ ἀλλά (Α) ελλειπτική φράση που χρησιμοποιείται για έκφραση άρνησης με προσθήκη και τής αιτιολογίας της («οὐ γὰρ ἀλλ ὑπερβάλλει τάδε», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • Ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. — ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. См. Верим охотно тому, чего желаем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἢ γὰρ ἔρωτι πολλάκις τὰ μὴ καλὰ καλά πέφανται. — ἢ γὰρ ἔρωτι πολλάκις τὰ μὴ καλὰ καλά πέφανται. См. Не по хорошу мил, а по милу хорош …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Eἰ γὰρ δὴ τὸν πάντα χρόνον ἐντεσταμένα ἔιη ἐκρεγείη ἄν. — Eἰ γὰρ δὴ τὸν πάντα χρόνον ἐντεσταμένα ἔιη (τὰ τόξα) ἐκρεγείη ἄν. См. Что больше понатягивать, то скорее лопнет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. — ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. См. Молчит как статуя …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἡγεῖτο γὰρ ἀνθρώπου εἶναι τὸ ἁμαρτάνειν. — ἡγεῖτο γὰρ ἀνθρώπου εἶναι τὸ ἁμαρτάνειν. См. Человеку свойственно ошибаться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»