Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γύρω

  • 61 близко

    επίρ.
    πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    я живу близко от вас εγώ ζω κοντά σε σας•

    близко познакомиться να γνωριστούμε από κοντά•

    город близко η πόλη είναι κοντά.

    || μτφ. περίπου, γύρω, πάνω-κάτω•

    ей близко к сорока годам αυτή κόντευει τα σαράντα.

    Большой русско-греческий словарь > близко

  • 62 вертеть

    верчу, вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. верченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.δ.
    1. μ. στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω•

    вертеть колесо γυρίζω τον τροχό.

    || στρίβω, στρέφω κλωστή κ.τ.τ.
    τρυπανίζω.
    2. μτφ. παίζω στα δάχτυλα, κάνω όπως θέλω κάποιον•

    она -ла мужем как хотела αυτή τον έκανε τον άντρα της όπως ήθελε, τον έπαιζε στα δάχτυλα.

    εκφρ.
    вертеть хвостом – κάνω πονηριές, πονηρεύομαι, μηχανεύομαι•
    как ни -и – να μη έρθουν έτσι τα πράγματα, να μη συμβεί, να μη γίνει.
    1. περιστρέφομαι, γυρίζω.
    2. στριφογυρίζω, περιφέρομαι•

    он –лся около моего дома αυτός στριφογύριζε κοντά στο σπίτι, μου.

    || μτφ. έχω σχέση, σχετίζομαι•

    разговор -лся вокруг η κουβέντα περιστρέφονταν γύρω απο...

    3. (απλ.) αποφεύγω, υπεκφεύγω•

    не -ись, говори правду μη προσπαθείς να ξεφύγεις, λέγε την αλήθεια.

    εκφρ.
    -ится в голове ή на языке – στριφογυρίζει στο μυαλό μου, στο νου μου και δεν μπορώ να το συλλάβω (να το θυμηθώ)•
    вертеть под ногами ή на глазах ή перед глазами – κολλώ σε κάποιον (ενοχλώ με την παρουσία μου)•
    как ни -ись – ό,τι και να κάνεις.

    Большой русско-греческий словарь > вертеть

  • 63 волчок

    -чка α.
    1. σβούρα, στρόβιλος•

    вер тбться -ом φέονω γύρω σαν τη σβούρα.

    2. μάτι, οπή (στην πόρτα της φυλακής για την παρακολούθηση των φυλακισμένων).
    3. (δεντοοκ.) βλαστάρι, φιντάνι.

    Большой русско-греческий словарь > волчок

  • 64 вьюн

    α.
    1. νημάχειλος, μπριάνα, στροσίδι (ψάρι).
    2. μτφ. ευκίνητος, σβέλτος άνθρωπος.
    3. (απλ.) στρόβιλος• δίνη.
    4. βλ. вьюнок.
    εκφρ.
    виться ή вертеться -ом – α) είμαι αεικίνητος, β) στριφογυρίζω γύρω από..., κολακεύω, περιποιούμαι δουλοπρεπώς.

    Большой русско-греческий словарь > вьюн

  • 65 гуменник

    α. (διαλκ.) η μάντρα γύρω από το αλώνι.

    Большой русско-греческий словарь > гуменник

  • 66 заегозить

    ρ.σ. αρχίζω να στριφογυρίζω, να τα φέρω όλα γύρω.

    Большой русско-греческий словарь > заегозить

  • 67 заклепать

    -аю, -аешь к.-еплю, ‘ реплешь•, προστκ. заклепай κ. заклеили, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заклепанный, βρ: -пан, -а, -о
    ρ.σ.μ. γυρώ, -ώνω, πριτσινάρω, τζαβετάρω.
    εκφρ.
    пушкуπαλ. κλείνω το κλείστρο πυροβόλου.
    πριτσινάρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > заклепать

  • 68 земля

    -и, αιτ. землю, πλθ. земли, γεν. земель, δοτ. землям θ.
    1. γη, γήινη σφαίρα, ο πλανήτης μας•

    земля вращается вокруг солнца η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο.

    2. η ξηρά.
    3. έδαφος•

    плодородная земля εύφορη γη•

    бесплодная земля άγονη γη•

    песчаная земля αμμώδες έδαφος•

    пахотная земля καλλιεργήσιμη γη•

    обетованная земля γη της επαγγελίας•

    национализация -и εθνικοποίηση της γης•

    церковные -и τα τσιφλίκια της εκκλησίας (βακούφικα): помещичья земля η τσιφλικάδικη γη•

    колхозная земля κολχόζνικη γη.

    || χώμα•

    жирная земля παχύ χώμα•

    рыхлая земля αφράτο χώμα•

    бросить на -ю ρίχνω καταγής (χάμω)•

    лечь на -ю ξαπλώνω καταγής.

    || χώρα, τόπος, κράτος•

    он живт в чужой земле αυτός ζει σε ξένη χώρα•

    необитаемые -и ακατοίκητα μέρη.

    4. παλ. άκρη, φόντος με διακόσμηση υφάσματος ή χαρτιού.
    εκφρ.
    словно из -и ή из-под -и – εμφανίζομαι σαν τον Φαντομά (απροσδόκητα)•
    -и под собой не слышать ή не чуятьκ.τ.τ. πετώ από τη χαρά μου.
    θ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «З».

    Большой русско-греческий словарь > земля

  • 69 к

    κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).
    1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•

    приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•

    обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•

    воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•

    зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.

    2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•

    к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•

    приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•

    к вечеру κατά το βράδυ.

    3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•

    подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•

    игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•

    принять, к сведению παίρνω υπ όψη•

    принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•

    запонка к воротнику κουμπί για γιακά.

    4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•

    приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•

    к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.

    5. ως προς, σχετικά προς• προς•

    он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•

    любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.

    6. με•

    лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•

    носом к носу μύτη με μύτη•

    плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).

    7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•

    он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.

    8. σε•

    к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.

    9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•

    вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.

    10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•

    к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.

    11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•

    к несчастью δυστυχώς•

    к счастью ευτυχώς•

    к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•

    к тому же επί πλέον, κι ακόμα•

    к лучшему προς το καλύτερο•

    к худшему προς το χειρότερο•

    к моему стыду για ντροπή μου•

    к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.

    Большой русско-греческий словарь > к

  • 70 кадило

    ουδ.
    θυμιατό, θυμιατήρι.
    εκφρ.
    раздуть (раздувать) -а – α) σηκώνω θόρυβο γύρω απο... β) αναπτύσσω δραστηριότητα.

    Большой русско-греческий словарь > кадило

  • 71 какой-нибудь

    -ая-нибудь, -ое-нибудь αόρ. αντων.
    1. ένας, κάποιος, οποιοσδήποτε•

    найти какой-нибудь выход βρίσκω κάποια διέξοδο.

    2. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, ως έγγιστα, γύρω, κοντά•

    в какой-нибудь час Плеады покажутся σε μια ώρα περίπου η Πούλια θα βγει•

    осталось -их-нибудь десять рублей έμειναν περίπου δέκα ρούβλια•

    до города осталось какой-нибудь километр ως την πόλη είναι κάπου ένα χιλιόμετρο ακόμα•

    хоть какой-нибудь έστω οποιοσδίποτε.

    Большой русско-греческий словарь > какой-нибудь

  • 72 клепать

    1. -паю, -паешь
    κ. -плю, -плешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. клёпанный, βρ: -пан, -а, -о, προστκ. клепай κ. клепли
    ρ.δ. μ. πριτσινάρω, γυρώ.
    εκφρ.
    клепать кос – ισιώνω την κοσιά (με χτυπήματα σφυριού).
    2. -пли, -плешь, προστκ. клепли ρ.δ. (απλ.) συκοφαντώ, διαβάλλω, κακολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > клепать

  • 73 копошиться

    -шусь, -шишься
    ρ.δ.
    1. ανακινούμαι, κινούμαι ανάκατα, προς διάφορες κατευθύνσεις• τριγυρίζω, στριφογυρίζω•

    муравьи -лись возле муравейника τα μυρμήγκια τριγύριζαν γύρω από τη μυρμηγκοφωλιά.

    || μτφ. αναδεύω, επανέρχομαι συχνότατα (για σκέψεις, αισθήματα).
    2. καταγίνομαι, ασχολούμαι με ψιλοπράγματα• τραβιέμαι με κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > копошиться

  • 74 о...

    о..., об..., обо..., объ...
    1. κατεύθυνση της ενέργειας γύρω, περί, πέριξ ή σε όλη την επιφάνεια ή σε όλες τις πλευρές του αντικειμένου: обежать, огородить, охватить, оскоблить, окопать, осмотреть.
    2. κατεύθυνση της κίνησης κοντά, πλησίον του αντικειμένουπαρακάμπτοντας.
    3. επέκταση της ενέργειας σε πολλά πρόσωπα ή αντικείμενα: обегать, одарить, отделить, объехать.
    4. υπεροχή• ξεπέρασμα: обогнать, обыграть.
    5. υπέρμετρη ενέργεια, υπερβολή, πλεονασμός: окормить, опоить, опиться.
    6. ζημιά, βλάβη, απάτη κατά την ενέργεια: обвесить, обмерить, обсчитать.
    7. (με ρ. σε «-ся») ύπαρξη λαθών ή αστοχίας: оступиться, оговориться, ослышаться.
    8. εφοδιασμός με κάτι κατόπιν ενέργειας: озеленить, оснастить, отакелажить.
    9. μετατροπή σε...., πρόσδοση ιδιότητας, ποιότητας• σχηματισμός: облагородить, обогатить, опечалиться, ослепить, осложнить.
    10. επίτευξη αποτελέσματος κατόπιν ενέργειας: оглохнуть, омереть, окаменеть, озвереть, ослепнуть.

    Большой русско-греческий словарь > о...

  • 75 обвести

    -еду, -едешь, παρλθ. χρ. обвл, -ели, -ело, μτχ. παρλθ. χρ. обведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обведенный, βρ: -ден, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обведший κ. обведя
    ρ.σ.μ.
    1. περιφέρω•

    обвести гостей вокруг дома περιφέρω τους φιλοξενούμενους γύρω από το σπίτι (τους δείχνω το σπίτι μου).

    || παρακάμπτω αποφεύγω (τον αντίπαλο).
    2. κινούμαι κυκλικά. || (για βλέμμα) περιφέρω.
    3. (για σχέδιο) περιγράφω, διαγράφω, κάνω κυκλοτερές διάγραμμα.
    4. περιβάλλω, περικλείω, περιφράζω.
    5. περιχρίω, περιδιαγράφω (με μελάνη κ.τ.τ.).
    6. (απλ.) απατώ, ξεγελώ.

    Большой русско-греческий словарь > обвести

  • 76 обвить

    обовью, обовьшь, παρλθ. χρ. обвил, -ла, -ло, προστκ. обвей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обвитый, βρ: -вит, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. (με δοτ.) (περι)τυλίγω, -σσω• περιελίσσω•

    обвить косы вокруг головы τυλίγω τις πλεζούδες γύρω στο κεφάλι•

    плющ -ил террасу ο κισσός περιτύλιξε την ταράτσα.

    || (για σκοτάδι, ομίχλη) καλύπτω, σκεπάζω.
    2. αγκαλιάζω.
    περιτυλίγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > обвить

  • 77 обернуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрнутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. (περι)τυλίγω•

    обернуть шарф вокруг шя περιτυλίγω το κασχόλ γύρω στο λαιμό.

    2. περικαλύπτω, ντύνω.
    3. (κυρλξ. κ. μτφ.)• γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    обернуть лицо στρέφω το πρόσωπο•

    обернуть дело в свою пользу γυρίζω την υπόθεση με το μέρος μου (προς όφελος μου).

    4. μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταμορφώνω.
    5. παλ. θέτω, βάζω σε κυκλοφορία
    деньги βάζω σε κυκλοφορία χρήματα.
    6. βλ. обернуться (2 σημ.).
    ανατρέπω, αναποδογυρίζω•

    обернуть лодку αναποδογυρίζω τη βάρκα.

    || εκτελώ, κάνω όλες τις απαραίτητες δουλειές.
    εκφρ.
    - вокруг (кругом) пальца – παίζω στα δάχτυλα, (τον, την κλπ.) έχω του χεριού μου, υποχείριο, κάνω όπως θέλω.
    1. γυρίζω, στρέφω, στρίβω•

    он -лся в сторону, назад αυτός γύρισε πλάγια, πίσω.

    || περιστρέφομαι, κάνω στροφές. || μτφ. παίρνω τροπή, κατεύθυνση•

    дела -лись хорошо τα πράγματα πήραν καλή τροπή.

    2. πηγαίνω με επιστροφή, επιστρέφω, γυρίζω.
    3. τα καταφέρω, τα βολεύω, τα βγάζω πέρα.
    4. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, μεταμορφώνομαι.
    5. ξοδεύομαι, πηγαίνω, αντιστοιχώ κυκλοφορώ (για χρήματα).
    6. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, (περι) καλύπτομαι, σκεπάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обернуть

  • 78 обзирать

    ρ.δ.μ. παλ. περιφέρω το βλέμμα παντού, περιβλέπω, ρίχνω το βλέμμα γύρω.

    Большой русско-греческий словарь > обзирать

  • 79 обкидать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обкиданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. ρίχνω γύρω ή επάνω• βάλλω•

    обкидать снегом χιονοβολώ•

    обкидать камнями πετροβολώ.

    2. καλύπτω, σκεπάζω (με εξανθήματα).

    Большой русско-греческий словарь > обкидать

  • 80 обколка

    θ.
    απόσπαση, σπάσιμο γύρω.

    Большой русско-греческий словарь > обколка

См. также в других словарях:

  • γύρω — επίρρ. 1. τοπ., κυκλικά: Μαζεύτηκε κόσμος γύρω από τον πάγκο του μικροπωλητή. 2. χρον., περίπου: Να βρεθούμε γύρω στις εννιά; 3. φρ., «Φέρνω κάτι γύρω γύρω», λέω κάτι με τρόπο, απέξω απέξω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γύρω — και γύρο και γύρα επίρρ. [γύρος] 1. κυκλικά, ολόγυρα 2. (χρονικά) περίπου 3. φρ. α) «έχω γύρω μου κάποιον» υποστηρίζομαι β) «τα φέρνω γύρω» τα καταφέρνω, εξοικονομώ τα προς το ζην γ) «φέρνω γύρω» περιφέρομαι …   Dictionary of Greek

  • γυρώ — (Α γυρῶ, όω) νεοελλ. πλαταίνω το ακέφαλο άκρο καρφιού με το σφυρί αρχ. 1. κάνω κάτι στρογγυλό 2. περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυρώ < γυρός ή < γύρος] …   Dictionary of Greek

  • γυρῷ — γῡρῷ , γυρός rounded masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύρῳ — γύ̱ρῳ , γῦρος ring masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύρω γύρω — και γύρα γύρα επίρρ. κυκλικά, ολόγυρα …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»