-
1 γύρος
[гирос] ουσ. а. круг, окружность.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γύρος
-
2 тур
тур 1-а α.1. γύρος, κύκλος• μια στροφή•один тур вальса ένας γύρος του βαλς.
|| περιφορά, περιοδεία•тур по Европе ο γύρος της Ευρώπης•
тур по городу ο γύρος της πόλης.
2. στάδιο•первый тур работы конференции ο πρώτος γύρος των εργασιών της συνδιάσκεψης•
второй тур президенских выборов δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών.
|| περίοδος (γύρος) σκακιού ή αγώνων.тур 2-а α. παλ.1. καλάθι με χώμα σαν προπέτασμα (από τις σφαίρες και οβίδες).2. καλάθι με πέτρες (σε υδροτεχνικά έργα).3. πυργίσκος από πέτρες (σε υψηλή κορυφή βουνού).тур 3-а α.1. άγριος ταύρος που εξέλειψε.2. καυκάσιος ορεινός τράγος. -
3 путешествие
путешествие с το ταξίδι, ο γύρος· \путешествие вокруг света о γύρος του κόσμου* * *сτο ταξίδι, ο γύροςпутеше́ствие вокру́г све́та — ο γύρος το υ κόσμου
-
4 круг
круг м 1) в рази. знач. о κύκλος, ο γύρος 2) (среда) о κύκλος, το περιβάλλον правящие \кругй οι ιθύνοντες κύκλοι· в \кругу друзей μεταξύ φίλων ◇ заколдованный \круг о φαύλος κύκλος* * *м1) в разн. знач. ο κύκλος, ο γύρος2) ( среда) ο κύκλος, το περιβάλλονпра́вящие круги́ — οι ιθύνοντες κύκλοι
в кругу́ друзе́й — μεταξύ φίλων
••заколдо́ванный круг — ο φαύλος κύκλος
-
5 объезд
-
6 почёт
почёт м η τιμή, η εκτίμηση· ο σεβασμός (уважение)· круг \почёта спорт, о γύρος τιμής* * *мη τιμή, η εκτίμηση; ο σεβασμός ( уважение)круг почёта — спорт. ο γύρος τιμής
-
7 раунд
-
8 тур
-
9 обход
обходм1. (действие) ὁ γῦρος, ἡ γύρα, ἡ περιοδεία:делать \обход (о враче) ἡ ἐπίσκεψη γιατρού στους ἀσθενείς· ночной \обход ἡ ἐφοδεία·2. (окольный путь) ὁ γύρος, ἡ παράκαμψη:идти в \обход а) κάνω γύρο, παρακάμπτω, б) воен. περιπολώ·3. воен. ἡ ὑπερφαλάγγιση [-ις]· ◊ \обход закона ἡ παράκαμψη νόμου. -
10 плавание
плаваниес1. τό κολύμπι, τό κολύμ-βημα, ἡ κολύμβηση [-ις]·2. (на судах) ὁ πλοῦς, τό πλεύσιμο, ἡ θαλασσοπορία, ἡ ρότα:каботажное \плавание ἡ ἀκτοπλοΐα· кругосветное \плавание ὁ γύρος τοῦ κόσμου μέ πλοίο, ὁ γῦρος τοῦ κόσμου διά θαλάσσης· дальнее \плавание ὁ μακρινός πλοῦς, τό μακρινό θαλασσινό ταξίδι, ἡ ὠκεανο-πλοΐα· отправляться в \плавание σαλπάρω, ἀποπλέω, ξεκινώ γιά ταξίδι. -
11 тур
тур Iм в разн. знач. ὁ γῦρος:\тур вальса ὁ γῦρος τοῦ βαλς· первый \тур соревнований ὁ πρῶτος γδρος των ἀγώνων.тур IIм зоол. τό πρωτόγονο βόδι. -
12 круг
-а, προθτ. о -е, в -е κ. в -у, πλθ. круги α.1. (в -е) κύκλος•описывать круг διαγράφω κύκλο•
площадь -а επιφάνεια κύκλου.
2. αντικείμενο στρογγυλό•круг сыра κεφάλι τυριού•
спасательный круг σωσίβιο.
|| στεφάνι.3. (αθλτ.) ο γύρος•беговой круг γύρος του δρόμου.
4. το περιβάλλον, οι κύκλοι•правительственные -и οι κυβερνητικοί κύκλοι•
правящие -и οι ηγετικοί κύκλοι•
в тесном -у σε στενό κύκλο•
в -у семьи σε οικογενειακό κύκλο•
в -у знакомых σε κύκλο γνωστών•
политические -и οι πολιτικοί κύκλοι.
5. σφαίρα, τομέας• έκταση•круг знаний ο κύκλος των γνώσεων•
круг деятельности η σφαίρα δράσης.
εκφρ.на круг – κατά μέσο όρο, περίπου•- и под глазами – μελανοί γύροι στα μάτια (από υπερκόπωση)•голова идёт (пошла) -ом – α) ζαλίζομαι (ζαλίστηκα), β) τα χάνω, σαστίζομαι•сделать ή дать круг – παρακάμπτω, κάνω κυκλοτερή κίνηση•спиться с -у – (απλ.) τρικλίζω από το μεθύσι. -
13 круг
1. (часть плоскости, ограниченная окружностью) о κύκλος, ο γύρος* азимутальный - αζιμούθιος -паргелический - (метео) το παρήλιο, παρήλιος -2. тех. о τροχόςзаточный - ακονισμού των εργαλείων/αιχμηρών αντικειμένων3. (замкнутый) филос. о φαύλος κύκλος 4. (спасательный) το κυκλικό σωσίβιο, η σωσίβια κουλούρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > круг
-
14 кружок
1. (маленький круг) о (μικρός) κύκλος, ο γύρος 2. (для совместной деятельности, занятий) о όμιλοςлитературный - λογοτεχνικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кружок
-
15 тур
I.(отдельный этап) о γύροςο κύκλοςII.(горный козёл) о ορεινός τράγος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тур
-
16 турне
η περιοδείαο γύροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > турне
-
17 полдень
-
18 поле
с1) ο κάμπος; το χωράφι ( возделанное)2) спорт. το γήπεδοхокке́йное по́ле — το γήπεδο χόκεϊ
3) мн.поля́ (шляпы) — ο γύρος
-
19 виток
витокм1. эл. ἡ σπείρα, μιά στροφή τής ἔλικος·2. (оборот) ἡ στροφή, ἡ περιστροφή, ὁ γύρος. -
20 вокруг
вокругнареч и предлог ὁλόγυρα, τριγύρω, γύρω, πέριξ:\вокруг света ὁ γύρος τοῦ κόσμου· ходить \вокруг до́ма περπατώ γύρω ἀπό τό σπίτι· ◊· ходить \вокруг да около τά στριφογυρίζω, τά κλώθω.
См. также в других словарях:
γῦρος — ring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύρος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου. 2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * ο (Α γῡρος, Μ γύρος) 1 … Dictionary of Greek
γυρός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου. 2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * γυρός, ά, όν (Α)… … Dictionary of Greek
γύρος — ο 1. κύκλος, περιφέρεια, περίμετρος: Κάναμε το γύρο του νησιού με ένα καΐκι. 2. κυκλική κίνηση, περιστροφή: Οι δείκτες του ρολογιού συμπλήρωσαν ένα γύρο. 3. ό,τι είναι κυκλικό: Ο γύρος του καπέλου. 4. περίπατος, βόλτα: Έκανα ένα γύρο στην πόλη. 5 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυρός — γῡρός , γυρός rounded masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γῦροι — γῦρος ring masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γῦρον — γῦρος ring masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Кандия, Педро де — Педро де Кандия греч. Πέδρο δε Κάνδια … Википедия
ΓΚΑΤ — (GATT). Συντομογραφία του General Agreement on Tariffs and Trade (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου). Στη συμφωνία αυτή, την οποία συνυπέγραψαν στη Γενεύη στις 30 Οκτωβρίου 1947 είκοσι τρεις χώρες και άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου… … Dictionary of Greek
γυρά — γῡρά , γυρός rounded neut nom/voc/acc pl γῡρά̱ , γυρός rounded fem nom/voc/acc dual γῡρά̱ , γυρός rounded fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Gyros — This article is about the food dish. For other uses, see Gyro. Gyros or gyro (giros) (pronEng|ˈjɪəroʊ or IPA|/ˈdʒaɪroʊ/, Greek: γύρος turn ) is a Greek fast food;. It is a kind of meat roasted on a vertical rotisserie. By extension, gyros may… … Wikipedia