Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

γυρισμένος

См. также в других словарях:

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • αντίστροφος — (Μαθημ.).Έστω α ένας, διαφορετικός από τον 0, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός. Είναι γνωστό τότε ότι υπάρχει ακριβώς ένας β, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός με: β·α = α·β = 1. O β ονομάζεται ο α. του α και συμβολίζεται είτε με α 1 (διαβάζεται …   Dictionary of Greek

  • απαλογύριστος — η, ο απαλά γυρισμένος, με ελαφρά στροφή του κορμιού …   Dictionary of Greek

  • κακογυρισμένος — η, ο (Μ κακογυρισμένος, ον) νεοελλ. αυτός που είναι στραβά γυρισμένος, που δεν έχει γυριστεί καλά μσν. καμπούρης …   Dictionary of Greek

  • ντονμές — Εξωμότης Εβραίος της Θεσσαλονίκης. Η λέξη ν. είναι τουρκική και σημαίνει «γυρισμένος». Οι Εβραίοι αυτοί αιρετικοί, ήταν οπαδοί του συμπατριώτη τους ιερέα Σαμπετάι Σεβί, που είχε ασπαστεί τον μουσουλμανισμό, για ν’ αποφύγει την καταδίκη του από… …   Dictionary of Greek

  • παλίγκλαστος — παλίγκλαστος, ον (Α) 1. γυρισμένος προς τα πίσω, κυρτός 2. (κατά τον Ησύχ.) «παλίγκλαστον σκολιόν, αὐστηρόν, δύστροπον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κλαστός (< κλῶ «κάμπτω, μεταβάλλω διεύθυνση»)] …   Dictionary of Greek

  • πελεκανόμορφα — Τάξη πτηνών, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι τα δάκτυλά τους είναι ενωμένα με νηκτική μεμβράνη, τεντωμένη όχι μόνο ανάμεσα στα 3 μπροστινά δάκτυλα, αλλά και ανάμεσα στο δεύτερο δάκτυλο και τον αντίχειρα, που είναι γυρισμένος προς τα πίσω. Η …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»