Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γυρίζω+τη

  • 21 φύλλο(ν)

    τό
    1) лист разя, знач); лепесток (цветка);

    φύλλο(ν) καπνού — табачный лист;

    φύλλο(ν) χάρτου — лист бумаги;

    τυπογραφικό φύλλο(ν) — типографский лист;

    φύλλο(ν) λευκοσιδήρου — лист жести;

    γυρίζω το φύλλο(ν) — а) перевёртывать страницу; — б) перен. изменять взгляды, убеждения, позицию;

    2) (чаще πλ.) листва;
    3) издание; газета; журнал;

    καθημερινό φύλλο(ν) — ежедневная газета;

    4) номер (газеты);

    στο σημερινό φύλλο(ν) της εφημερίδας... — в сегодняшнем номере газеты...;

    5) удостоверение, билет (документ);

    φύλλ αδείας — воен, увольнительная записка;

    отпускное свидетельство;

    φύλλο(ν) απουσίας — отпускной билет;

    φύλλο(ν) πορείας — а) путевой лист; — путёвка; — б) командировочное предписание, удостоверение;

    φύλλο(ν) ατομικής προσκλήσεως — призывная повестка;

    φύλλο(ν) ποιότητας — служебная характеристика;

    φύλλο(ν) μητρώου — мобилизационный список;

    6) карта Ν (игральная);

    έχω φύλλο(ν) — мне везёт в карточной игре;

    7) створка;

    τα φύλλα τού παραθύρου — створки окна;

    8) полотнище (материи и т. п.);

    § φύλλο(ν) συκής — фиговый листок;

    άνευ φύλλου συκής — бесстыдный, нахальный;

    απ' τα φύλλα της καρδιάς μου — от всего сердца

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φύλλο(ν)

  • 22 φύλλο(ν)

    τό
    1) лист разя, знач); лепесток (цветка);

    φύλλο(ν) καπνού — табачный лист;

    φύλλο(ν) χάρτου — лист бумаги;

    τυπογραφικό φύλλο(ν) — типографский лист;

    φύλλο(ν) λευκοσιδήρου — лист жести;

    γυρίζω το φύλλο(ν) — а) перевёртывать страницу; — б) перен. изменять взгляды, убеждения, позицию;

    2) (чаще πλ.) листва;
    3) издание; газета; журнал;

    καθημερινό φύλλο(ν) — ежедневная газета;

    4) номер (газеты);

    στο σημερινό φύλλο(ν) της εφημερίδας... — в сегодняшнем номере газеты...;

    5) удостоверение, билет (документ);

    φύλλ αδείας — воен, увольнительная записка;

    отпускное свидетельство;

    φύλλο(ν) απουσίας — отпускной билет;

    φύλλο(ν) πορείας — а) путевой лист; — путёвка; — б) командировочное предписание, удостоверение;

    φύλλο(ν) ατομικής προσκλήσεως — призывная повестка;

    φύλλο(ν) ποιότητας — служебная характеристика;

    φύλλο(ν) μητρώου — мобилизационный список;

    6) карта Ν (игральная);

    έχω φύλλο(ν) — мне везёт в карточной игре;

    7) створка;

    τα φύλλα τού παραθύρου — створки окна;

    8) полотнище (материи и т. п.);

    § φύλλο(ν) συκής — фиговый листок;

    άνευ φύλλου συκής — бесстыдный, нахальный;

    απ' τα φύλλα της καρδιάς μου — от всего сердца

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φύλλο(ν)

  • 23 χωρατό

    το шутка, острота;

    § δεν σηκώνει χωρατά — он не понимает шуток;

    στα χωρατά — в шутку;

    шутки ради;

    γυρίζω κάτι στο χωρατό — превращать что-л, в шутку;

    δεν είναι χωρατά — это не шутка;

    ν' αφήσουμε τα χωρατά! — шутки в сторону!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χωρατό

См. также в других словарях:

  • γυρίζω — γυρίζω, γύρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • γυρίζω — γύρισα, γυρίστηκα, γυρισμένος 1. μτβ., περιστρέφω: Γύρισα το διακόπτη της ηλεκτρικής κουζίνας. 2. αλλάζω κατεύθυνση: Μου γύρισε το πρόσωπό της. 3. μτφ., μεταπείθω κάποιον: Ποιος σου γύρισε τα μυαλά; 4. κινηματογραφώ: Αυτός ο σκηνοθέτης γυρίζει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιγυρίζω — γυρίζω κάτι πίσω, επιστρέφω …   Dictionary of Greek

  • αντιπρωρίζω — γυρίζω την πλώρη προς τον αγέρα ή προς άλλο πλεούμενο, πλησιάζω κατά μέτωπο άλλο σκάφος …   Dictionary of Greek

  • μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • ξεγυρίζω — (Μ ξεγυριζω) νεοελλ. 1. γυρίζω πίσω, ξανάρχομαι 2. γυρίζω κάτι από την ανάποδη, στρέφω από το άλλο μέρος 3. (για ασθενή) παρουσιάζω όψη υγιούς ατόμου, αναρρώνω 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) ξεγυρισμένος, η, ο γερός μσν. κατορθώνω να… …   Dictionary of Greek

  • περιστρέφω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι κυκλικά γύρω από έναν άξονα, στρέφω ολόγυρα, στριφογυρίζω 2. μέσ. περιστρέφομαι στρέφομαι γύρω από κάτι («η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της») νεοελλ. μτφ. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) αναφέρομαι γύρω από ένα θέμα μσν.… …   Dictionary of Greek

  • επιστρέφω — επίστρεψα και επέστρεψα, επιστράφηκα 1. μτβ., στρέφω κάτι πίσω, το δίνω πίσω, το γυρίζω πίσω: Επιστρέφω τα δώρα. 2. αμτβ., γυρίζω στο μέρος από όπου αναχώρησα, γυρίζω πίσω: Θα επιστρέψω σε μισή ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνειμι — ἄνειμι (Α) [είμι] 1. τραβώ προς τα επάνω, ανεβαίνω 2. (για τον ήλιο) ανατέλλω 3. (για νερό) βγαίνω στην επιφάνεια, αναβλύζω 4. αναπλέω, βγαίνω στα ανοιχτά 5. πηγαίνω σε κάποιον για να ζητήσω βοήθεια, καταφεύγω ως ικέτης 6. επανέρχομαι, γυρίζω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»