-
1 γυνη
γῠναικός ἥ (pl. γυναῖκες, dat. γυναιξί(ν) Theocr. γύναικες и γύναιζιν)1) женщина(ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες Hom.; ἄνδρες καὴ γυναῖκες Arst.)
; часто описат.γ. ταμίη Hom. = ταμίη;
δμῳαὴ γυναῖκες Hom. = δμῳαί2) смертная женщина, т.е. человек(γ. εἰκυῖα θεῇσιν Hom.)
3) замужняя женщина, жена, супруга(γ. αἰδοίη Ὀδυσῆος Hom.; γυναῖκες καὴ παρθένοι Xen.; γ. μήτηρ, οὐκέτι κώρα Theocr.; γ. δὲ χρηστέ πηδάλιόν ἐστ΄ οἰκίας Men.)
θέσθαι γυναῖκά τινα Hom. — взять кого-л. в жены4) самка(ἄρρενες καὴ γυναῖκες Arst.)