-
1 γυναίκιον
См. также в других словарях:
γυναίκιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικίου — γυναίκιον neut gen sg γυναικίας weakling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναίκια — γυναίκιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)