-
1 мешок
мешок м το σακί, το τσουβάλι· вещевой \мешок о γυλιός* * *мτο σακί, το τσουβάλιвещево́й мешо́к — ο γυλιός
-
2 ранец
-нца α.1. (στρατ.) γυλιός.2. τσάντα σχολική (φερόμενη σαν γυλιός). -
3 рюкзак
ο σάκκος, ο γυλιός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рюкзак
-
4 вещевой
вещевойприл:\вещевой мешо́к ὁ γυλιός, τό ταγάρι, ὁ ντορβάς· \вещевой склад ἡ ἀποθήκη ἱματισμού (или ρουχισμού). -
5 мешок
меш||окм1. τό σακκί, τό τσουβάλι:вещевой \мешок ὁ γυλιός (у военных), τό σακκίδιο (у туристов)· класть в \мешок βάζω στό τσουβάλι·2. ίο человеке) разг ὁ βραδυκίνητος (или ὁ ἀγαρμπος) ἄνθρω-πος·3. воен. ὁ κλοιός:попа́сть в \мешок πέφτω σέ κλοιό, περικυκλώνομαι· ◊ \мешокки́ под глазами разг τά πρησμένα μάτια· золотой \мешок ὁ πλούσιος, ὁ παραλής· каменный \мешок ἡ ὑπόγειος εἰρκτή· сидеть \мешокко́м (об одежде) κρέμομαι σάν τσουβάλι· покупать кота в \мешокке́ ἀγοράζω γουρούνι στό σακί. -
6 ранец
ранецм ὁ γυλιός (солдатский)/ ἡ σάκκα, ἡ τσάντα (школьный). -
7 рюкзак
рюкзакм ὁ γυλιός. -
8 ранец
[ράνιτς] οοσ. α γυλιός -
9 рюкзак
[ργιουκζάκ] ουσ. α γυλιός -
10 ранец
[ράνιτς] ουσ α γυλιός -
11 рюкзак
[ργιουκζάκ] ουσ α γυλιός -
12 мешок
-шка α.1. σάκκος, σακκί, τσουβάλι,• походный мешок οδοιπορικός σάκκος•сложить вещи в мешок τακτοποιώ τα πράγματα στο τσουβάλι•
таскать -и κουβαλώ τσουβάλια•
вещевой мешок ο γυλιός του στρατιώτη.
2. μτφ. άνθρωπος αργοκίνητος, αργός, μπάταλος.3. (στρατ.) πολιορκία, κύκλωση•полк попал в мешок το σύνταγμα κυκλώθηκε από παντού.
4. κάλυκας λουλουδιού.εκφρ.золотой ή денежный мешок – (άνθρωπος) παραλής•- и под глазами – οιδήματα (εξογκώματα) κάτω από τα μάτια•сидеть -ом – (για ενδυμασία) κάθεται (στο σώμα) σαν τσουβάλι•точно (словно) из-за угла -ом ударенный ή прибитый – ανάπηρος διανοητικά, λειψός, χτυπημένος στο κεφάλι. -
13 рюкзак
-а α.γυλιός.
См. также в других словарях:
γύλιος — long shaped wallet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυλιός — ο (AM γυλιός και γυλιός) στρατιωτικός σάκος για τη φύλαξη ατομικών ειδών, τροφίμων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με γερμανικές λέξεις με διαφορετική μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. kiulla «σάκος», αρχ. νορβ. kyll… … Dictionary of Greek
γυλιός — ο στρατιωτικό σακίδιο για ατομικά είδη του στρατιώτη και τρόφιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυλίου — γύλιος long shaped wallet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύλιον — γύλιος long shaped wallet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
гуля — I гуля I. голубь, Columba ; ср. подзывание: гуль гуль! Звукоподражание, как и швейц. нем. Gûl петушиный крик , эльзасск. Gulli, Guller, о котором см. Суолахти, Vogeln. 233. Ср. также коми gul u голубь (по мнению Калимы (RLS 53) и Вихм. – Уотилы… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
GALEA — I. GALEA an Lacedaemoniorum, ut vult Plin. l. 7. c. 56. an Aegyptiorum, ut Herod l. 4. an Curetum, ut Diod. l. 5. c. 15. inventum: a galero, quo multi antiquorum usi, dicta est, Varroni: aliis ex Graeco γαλέη quod ex felina pelle fiebant, vide… … Hofmann J. Lexicon universale
γυλιαύχην — ( ενος), ο, η (Α) μακρολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυλιός «επιμήκης σάκος με στενό στόμιο» + αυχήν ( ένος)] … Dictionary of Greek
γύλιον — γύλιον, το (Μ) ο γυλιός … Dictionary of Greek
εξάρτυση — η (Α ἐξάρτυσις) [εξαρτύω] νεοελλ. το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων … Dictionary of Greek
εξάρτυση — η το σύνολο των ειδών που κουβαλάει ο στρατιώτης σε πορεία (εκτός από τον οπλισμό του), με τα οποία μεταφέρει τα απαραίτητα είδη τροφής, λινοστολής και πυρομαχικών (γυλιός με το περιεχόμενο του, σιτιοδόχη, παγούρι, ζωστήρας, παλάσκες κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)