Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γρύλος

См. также в других словарях:

  • γρῦλος — pig masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γρύλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρύλος — I (gryllus).Κοινή ονομασία για διάφορα είδη πηδητικών ορθοπτέρων πτηνών, της οικογένειας των γρυλιδών. Ο γ. ο αγροτικός,διαδεδομένος στη δυτική Ασία, σε όλη την Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική, είναι μαύρος, στιλπνός, με σκούρα έλυτρα και σκάβει στο …   Dictionary of Greek

  • γρύλος — ο 1. το τριζόνι: Τις νύχτες στο νησί ακούγαμε το τραγούδι του γρύλου. 2. είδος μοχλού για την ανύψωση των τροχών του αυτοκινήτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γρῦλον — γρῦλος pig masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γρύλον — Γρύλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γρύλου — Γρύλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γρύλων — Γρύλος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γρύλῳ — Γρύλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρύλλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη και αρνήθηκε έπειτα να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πατέρας του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα (4ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • γρυλίδες — (gryllidae).Οικογένεια εντόμων της τάξης των ορθοπτέρων, που περιλαμβάνει περίπου 2.000 είδη. Έχουν μικρό σκουρόχρωμο σώμα, μακριές κεραίες και μακρύτερα πίσω πόδια, προσαρμοσμένα στα άλματα· τα θηλυκά είναι εξοπλισμένα με τέρετρο, που το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»